Skip to content

🤙 Σαν το newsletter... δεν έχει!

Το άρθρο αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι από την Checklist, ένα newsletter που βάζει τα πράγματα σε μια σειρά.

Για να διαβάζεις κι εσύ ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες, με θέμα την παραγωγικότητα, τη διαχείριση χρόνου, τη ζωή στο εξωτερικό και πολλά άλλα, κάνε εγγραφή εδώ:

Το άρθρο είναι διαθέσιμο και σε μορφή podcast. Για να το ακούσετε, κάντε κλικ στον παραπάνω player, ή σε αυτό το link.

Σχεδόν δύο χρόνια μετά από την επιστροφή μου από το Βερολίνο, μπήκα ξανά στο αεροπλάνο για τον βορρά. Η πτήση μου ήταν για την Κοπεγχάγη (στη Δανία), για δέκα μέρες, για να συναντήσω από κοντά τους συναδέλφους της εταιρείας που εργάζομαι (remotely) και δεν είχα δει ποτέ από κοντά.

Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, άλλαξα πολύ σαν άνθρωπος, και μαζί με εμένα, και ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα. Έτσι, σε αυτό το δεκαήμερο στη Δανία, προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν αν έμενα ξανά μόνιμα σε μια πόλη του Ευρωπαϊκού βορρά. Παρατήρησα τον τρόπο ζωής των Δανών, τους ρυθμούς της πόλης, τις διαφορές της από Ελλάδα - και πιο πολύ, το πως ένιωθα εγώ μέσα σε όλα αυτά.

Και σε αυτό το άρθρο, θα μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις μου - και όσα συμπεράσματα έβγαλα.

Περπατώντας στην Κοπεγχάγη, μάζεψα μερικά video από διάφορα σημεία της, για να σας δώσω μια πιο "ζωντανή" αίσθηση της πόλης.

Η αίσθηση της Κοπεγχάγης

Πολλές φορές είπα σε Δανούς πως η πόλη μου, η Θεσσαλονίκη (υπόψιν, πολλοί την ήξεραν), μοιάζει αρκετά με τη Κοπεγχάγη. Βλέπετε, έχουν και οι δύο πληθυσμό κοντά στο εκατομμύριο και είναι και οι δύο παραθαλάσσιες. Αλλά, αφού το σκέφτηκα λίγο παραπάνω, συνειδητοποίησα πως εκεί τελείωναν τα κοινά τους.

Καταρχήν, όσον αφορά τις ομοιότητες, η Κοπεγχάγη είναι μια σχετικά μικρή πόλη (για πρωτεύουσα). Δεν είναι, δηλαδή, Λονδίνο ή Βερολίνο. Eίναι μια πολύ διαχειρίσιμη πόλη, που την περπατάς άνετα ολόκληρη (αν είσαι τρελός σαν κι εμένα) και που από το αεροδρόμιο μέχρι το κέντρο είναι μόνο 15 λεπτά με το μετρό.

(Υπόψιν: Το μετρό τους είναι αυτόματο, χωρίς οδηγούς. Ακριβώς όπως θα είναι και το - υπό κατασκευή - μετρό της Θεσσαλονίκης)

Αυτή είναι η βασική εικόνα που βλέπει κανείς στους κεντρικούς πεζοδρόμους της Κοπεγχάγης: Κόσμος να περπατάει, ανάμεσα στα όμορφα κτίρια της πόλης και σε μαγαζιά με ακριβές φίρμες και προϊόντα σκανδιναβικού design.

Το πασίγνωστο (σχεδόν κλισέ) Nyhavn (που σημαίνει "νέο λιμάνι"). Όμορφο σημείο, με τα χρωματιστά σπιτάκια - αλλά τέρμα τουριστικό.

Πάμε τώρα στις διαφορές.

Καταρχήν, στην Κοπεγχάγη κάνει κρύο - από αυτό που γνωρίζει μονάχα όποιος έχει ζήσει στον βορρά. Σκεφτείτε πως ήταν αρχές Απρίλη, και τα βράδια τουρτούριζα από το κρύο, ενώ φορούσα κασκόλ και το πιο ζεστό μπουφάν μου. Και γενικότερα ο καιρός είναι αρκετά θλιβερός μέσα στον χρόνο, οπότε η συννεφιά και το κρύο, πάνε πακέτο με την πόλη.

Ακόμη, στην Κοπεγχάγη βλέπεις πλούτο, και σε αυτό νιώθεις τη χαοτική απόσταση από την Ελλάδα. Τόσο Tesla δεν έχω δει μαζεμένο στη ζωή μου - να μη μιλήσω για οτιδήποτε καινούργιο σε Mercedes, Porsche και λοιπά (αλλά ποτέ φανταχτερά μοντέλα). Και τα κλασικά κτίρια στο κέντρο της πόλης, είναι όλα υπέροχα συντηρημένα.

Ειλικρινά, μόλις γύρισα πίσω, με την φρέσκια σκοπιά μιας τέτοιας πόλης, τα αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης μου φάνηκε, δυστυχώς, τριτοκοσμικό. Και είναι, μην μπερδεύεστε.

Έχω την εντύπωση πως μου είπαν ότι σε αυτά τα στρογγυλά, έκαναν δημόσιες εκτελέσεις τον Μεσαίωνα. Ποτέ μην ξεχνάτε, ότι πίσω από τις ευγενικές, σκανδιναβικές στυλάρες, κρύβονται αιμοβόροι Βίκινγκ...

Και το απόγευμα, όταν τελείωνε το γενικό ωράριο εργασίας, έβλεπες το κάθε μπαράκι και εστιατόριο να γεμίζει με κόσμο, όλοι τους χαλαροί και καλοντυμένοι. Αυτή είναι η βασικότερη διαφορά που βλέπεις στους ανθρώπους: Είναι (ως επί το πλείστον) στυλάτοι, χαλαροί και ευγενικοί.

Κατά τα άλλα, η πόλη έχει έντονο τουρισμό, με τόσα πολλά γραφικά σημεία, όπως τις γέφυρες με τα χρωματιστά σπιτάκια, η το μακρουλό "ποτάμι" που περνάει την πόλη, που οι κάτοικοι το λένε “λίμνες” (γιατί, πράγματι, δεν είναι ποτάμι).

Γρήγορα νιώθεις πως η Κοπεγχάγη, έχει έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα που σε κάνει να νιώσεις ότι μπορεί να σου προσφέρει μια τέλεια ποιότητα ζωής - εάν είσαι, φυσικά, προετοιμασμένος να λειτουργήσεις με τους κοινωνικούς τρόπους των Σκανδιναβών, που είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα.

Πόσο ακριβή μπορεί να είναι μια πόλη;

Αυτό, όμως, που θα κάνει πιο πολύ εντύπωση σε έναν νορμάλ επισκέπτη, ειδικά κάποιον από Ελλάδα, είναι οι τιμές των πραγμάτων.

Κοιτάξτε… Η Δανία είναι η χώρα με τους δεύτερους υψηλότερους μισθούς στην Ευρώπη (με μέσο καθαρό μισθό τα 4.000€). Επίσης, έχουν υπερβολικά υψηλή φορολογία στα πάντα, δηλαδή και υψηλό ΦΠΑ, που υποτίθεται ότι υποστηρίζει το φημισμένο κράτος πρόνοιάς τους και τα λοιπά, αλλά…

Ειλικρινά, δεν είσαι προετοιμασμένος για το πόσο ακριβά είναι τα περισσότερα πράγματα!

Τα 7-Eleven είναι τα εθνικά τους mini-market - και μπορείς να βρεις ένα κάθε σχεδόν 400 μέτρα (εντάξει, όχι τόσα πολλά όσα έβρισκα στο Tokyo...)

Πρέπει να το ζήσετε για να το καταλάβετε. Στα 7-Eleven, για παράδειγμα, που είναι η πανταχού παρούσα αλυσίδα με mini-market/περίπτερα της χώρας, ένα hotdog στο χέρι, που στην Ελλάδα θα έκανε maximum 2€, στην Κοπεγχάγη κάνει 7€.

Ένα τοστάκι από το ψυγείο, με ζαμπόν, τυρί και μια μαγιονέζα, κάνει 8,5€. Και ένας flat-white (πείτε cappuccino) σε οποιοδήποτε καφέ της πόλης, θα σας κοστίσει το λιγότερο 6€.

Ετοιματζίδικα σαντουιτσάκια από το (εθνικό τους mini-market) 7-Eleven, που έχει το όνομα έχει και τη χάρη (μου κόστισε μεταξύ 7 και 11 ευρώ).

Με πολύ απλά λόγια, τα πάντα κοστίζουν από δύο έως και τέσσερις φορές περισσότερο, από ότι θα κόστιζαν στην Ελλάδα.

Θα μου πείτε, κάπως έτσι εξισορροπούνται οι υψηλοί μισθοί τους. Και αυτό είναι σχεδόν αλήθεια. Με αυτές τις τιμές, γίνεται ο απλός υπάλληλος του 7-Eleven να παίρνει και αυτός έναν πολύ αξιοπρεπή μισθό (ο “βασικός” τους είναι 2500€ καθαρά).

Όμως, ρωτώντας πολλούς ανθρώπους που μένουν εκεί (ανθρώπους μιας “μέσης” κατάστασης) μου είπαν πως και για αυτούς, στο τέλος του μήνα, το να τρώνε συχνά έξω, για παράδειγμα, τους πέφτει και αυτούς πολύ ακριβό.

Το "danish-style hotdog" θεωρείται το εθνικό τους fast-food. Για το context του άρθρου, πάντως, αυτό το πλήρωσα ανέπαφα σε ένα stand μιας γιαγιάκας στην πλατεία, και μου κόστισε 5.5€.

Ο τρόπος εργασίας των Δανών

Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που πήρα από τα χρόνια που έζησα στη Γερμανία, είναι το ότι έμαθα τον τρόπο εργασίας των Βορειοευρωπαίων.

Εκεί που στην Ελλάδα το δεδομένο είναι η εκμετάλλευση του υπαλλήλου, η μη-τήρηση των προβλεπόμενων, τα παράλογα ωράρια και οι μαλαγανιές από την πλευρά των εργοδοτών, σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Δανία (τουλάχιστον στον δικό μου τομέα) η εργασιακή εμπειρία και οι σχέσεις μεταξύ εταιρείας/υπαλλήλου, αγγίζουν το τέλειο.

Με λίγα λόγια, είμαστε μέρα με τη νύχτα. Που διαφέρουμε, όμως, συγκεκριμένα;

Πρώτα απ’ όλα, στο ότι στον χώρο εργασίας, όλοι σου φέρονται σαν ίσο.

Την τελευταία μου μέρα στη Δανία, για παράδειγμα, γνώρισα τον νέο μας Head of Technology, έναν τυπά με 30 χρόνια εμπειρία και προϋπηρεσία σε κάτι εταιρείες-τέρατα. Ε, σε αυτόν τον τύπο απευθυνόμουν με το μικρό του. Χωρίς “κύριε” και λοιπά, αλλά σαν να μιλούσα σε έναν οποιονδήποτε συνομήλικο συνάδελφό μου. Ακριβώς, δηλαδή, όπως μιλάω στον CEO της εταιρείας μου και σε όλους τους υπόλοιπους co-founders.

Στην Ελλάδα, από την άλλη, όλοι ξέρουμε το ύφος εκατό καρδιναλίων που παίρνει ο κάθε ιδιοκτήτης - και όχι μιας εταιρείας 200 ατόμων, αλλά ακόμη και το αφεντικό του συνοικιακού καφέ.

Κατά τα άλλα, δεν υπάρχουν παράλογες υπερωρίες και απαιτούμενα που δεν αναφέρθηκαν (τουλάχιστον στο 99% των περιπτώσεων). Φυσικά, όλοι οι Δανοί δουλεύουν με focus - και αυτό φαίνεται. Αλλά είναι πάντα χαλαροί. Δεν έχουν αυτή την τρέλα που βλέπεις να κουβαλάει ο μέσος Έλληνας, αγχωμένος και βιαστικός, λες και έχουν ευθύνη να μην πέσει κομήτης στη Γη στο επόμενο δεκάλεπτο.

Με τους ξένους συναδέλφους μου, ποτέ έχω δει ποτέ κανέναν να ανεβάζει τους τόνους ή να φωνάζει (ούτε για πλάκα αυτό). Και όλοι, μα όλοι, φεύγουν από το γραφείο το αργότερο στις 5 - ή και από πολύ νωρίτερα τις Παρασκευές, για να ξεκινήσουν να χαίρονται το ΠΣΚ τους από νωρίς (όπως και με το αντίστοιχο Γερμανικό "Feierabend").

Ακόμη και εάν η μέρα είναι κρύα, όπως κάθε βόρειος λαός που σέβεται τον εαυτό του, όλοι βγαίνουν να καθίσουν στα έξω τραπεζάκια για να χαρούν την παραμικρή υποψία ηλιόλουστης μέρας.

Ή να μοιραστώ μαζί σας, το ότι έβλεπα κόσμο (και κόσμο με ευθύνες) να σταματάει τη δουλειά το μεσημέρι, για να πάει να κάνει ένα τρεξιματάκι, πριν γυρίσει πίσω στο γραφείο. Αυτό σημαίνει “work-life balance”.

Και αυτά τα λέω απλώς για να τα βλέπουν όσοι δεν τα έχουν ζήσει: Ότι υπάρχει και κάτι καλύτερο εκεί έξω. Κάτι διαφορετικό από την καταθλιπτική, καταπιεστική μιζέρια της στερεοτυπικής Ελληνικής δουλειάς.

Τι α̶μ̶ά̶ξ̶ι̶ ποδήλατο οδηγάει ο δικός σου CEO

Είπαμε ήδη δύο λόγια για τους μισθούς και τις τιμές τους, αλλά ένα πολύ ενδιαφέρον πράγμα των Δανών είναι το πόσο αντίθετοι είναι από εμάς τους Μεσόγειους, σε σχέση με την επίδειξη.

Όπως ξέρετε, λίγα λεφτάκια παραπάνω να βγάλει ένας Έλληνας, προτεραιότητά του θα είναι να αγοράσει ακριβά ρούχα με εμφανείς μάρκες και ένα φανταχτερό αμάξι. Ο μέσος Έλληνας, όταν έχει λεφτά, θέλει να το δείχνει. Μη σας πω, και να μην έχει, πάλι να το δείχνει θέλει.

Τέλος πάντων, μπαίνω πρώτη μέρα στα γραφεία της εταιρείας μου, βλέπω ένα ωραίο Tesla παρκαρισμένο απ’ έξω. Ένα Model 3 Dual Motor ήταν. Ακριβώς αυτό που μου αρέσει. Σκεφτείτε, αμάξι των 60.000+. Προφανώς, λέω, θα είναι κάποιου από τους co-founders της εταιρείας.

Δύο μέρες αργότερα, βγαίνω από την πόρτα των γραφείων, παρέα με έναν από τους co-founders, για να πάμε σε ένα event. Ενώ περιμένω να κατευθυνθούμε στο Tesla, εκείνος πλησιάζει τη γωνία με τα ποδήλατα, και ξεκλειδώνει ένα από εκείνα τα βορειοευρωπαϊκά με τις τρείς ρόδες και το καλάθι για τα παιδάκια μπροστά.

Για όσους δεν έχουν δει, κάπως έτσι είναι τα cargo bikes των βορειοευρωπαίων. (Φωτογραφία από Mikael Colville-Andersen)

Κάπου εκεί μου λέει ότι θα περπατήσουμε και αυτός θα κρατάει το ποδήλατο, αλλά αν θέλουμε να πάμε πιο γρήγορα θα μπορούσα να μπω εγώ στο καλάθι και να οδηγήσει. Αφού γελάω, νομίζοντας πως κάνει πλάκα, μου λέει ότι, αν προτιμώ, μπορεί να κάτσει εκείνος στο καλάθι.

Τέλος πάντων, το πιάνετε το νόημα. Ο co-founder μιας πετυχημένης startup στην Δανία, κυκλοφοράει με ένα τρίκυκλο ποδήλατο με καλάθι για μωρά, πρώτον, γιατί όλοι στην Δανία με ποδήλατα κυκλοφορούν, και δεύτερον γιατί αυτός ο λαός έχει αλλεργία με την επίδειξη των χρημάτων.

Εντάξει, γενικά οι Δανοί είναι ποδηλατάδες. Όλοι, μα όλοι, κυκλοφορούν με ποδήλατα. Εδώ μπορείτε να δείτε μια "μεσαίου μεγέθους" (για Κοπεγχάγη) στοίβα από παρκαρισμένα ποδήλατα, δίπλα από έναν σταθμό του μετρό.

Η αυτόματη πινακίδα δίπλα από έναν ποδηλατόδρομο σε μια από τις γέφυρες στις "λίμνες", μετράει τα ποδήλατα που πέρασαν εκείνη τη μέρα, και ολόκληρο τον χρόνο.

Υπάρχει μάλιστα μια έννοια που την αποκαλούν “ο νόμος του Jante”, που περιγράφει την κουλτούρα τους για την επίδειξη, λέγοντας: “Μην πιστέψεις ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο - ή ότι είσαι καλύτερος από εμάς”. Η ουσία αυτής της έκφρασης, (υποτίθεται πως) ρέει μέσα στο αίμα των Σκανδιναβών.

(Πιθανολογώ ως αίτιο των νεοπλουτιστικών κόμπλεξ των Ελλήνων, το ότι, πολύ απλά, είμαστε σχετικά καινούργια χώρα, άρα και ανώριμη, αλλά και “φτωχότερη” από τους άλλους, τουλάχιστον στο 90% των μοντέρνων περιόδων μας. )

Όσον αφορά το Tesla, πάντως, τελικά έμαθα πως ήταν ενός συναδέλφου μου. Δανός και αυτός, αλλά δεν ξέρω αν παρενέβη τον νόμο του Jante. Πάντως Tesla, στην Κοπεγχάγη, είχε αμέτρητα (ξέρω πως έχουν εκπτώσεις φόρου γιατί είναι ηλεκτρικά, και άρα οικολογικά…).

Πως να κάνεις φίλους στην Κοπεγχάγη

Τώρα, πάμε λίγο στο ψητό του θέματος - και αυτό που με αγγίζει περισσότερο.

Οι Βορειοευρωπαίοι είναι καλοί άνθρωποι. Αλήθεια, με τους περισσότερους που έχω γνωρίσει, δεν είχα ποτέ το παραμικρό πρόβλημα. Εκτός από το ότι, πιο συχνά από ότι όχι, είναι κάπως απόμακροι.

Αυτό είναι κομμάτι της κουλτούρας τους: Τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Δανοί, είναι άνθρωποι που όσο φιλικοί κι αν φαίνονται στην πρώτη εντύπωση, στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να σου ανοιχτούν πραγματικά.

Όπως κάθε βορειοευρωπαϊκή πόλη, τα βράδια οι δρόμοι φαίνονται ψιλο-άδειοι, αλλά στην πραγματικότητα όλα τα μαγαζάκια, μπαράκια και εστιατόρια, ήταν γεμάτα με κόσμο που περνούσε καλά...

Μια από τις τελευταίες μέρες μου στην Κοπεγχάγη, βγήκα μια βόλτα με ένα Έλληνα συνάδελφο. Μαζί του, ήταν η Ελληνίδα κοπέλα του και ο Έλληνας παλιόφιλός του, που έμενε και εκείνος Κοπεγχάγη.

Για ακόμη μια φορά, έβλεπα τους Έλληνες να κάνουν παρέα αποκλειστικά με Έλληνες. Και μέσα από τις κουβέντες μου μαζί τους, μου περιέγραφαν τα ίδια πράγματα που είχα ζήσει και εγώ στο Βερολίνο: Πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι πιθανότητες να “δεθείς” πραγματικά με φίλους από την ξένη (Βόρεια) χώρα στην οποία μένεις, είναι πραγματικά μηδαμινές.

Μια άλλη ιστορία, ήταν τη δεύτερη μέρα, που είχα πει τελευταία στιγμή σε τρία-τέσσερα άτομα να βγούμε για μπύρες μετά τη δουλειά, αλλά κανένας δεν μπορούσε (οι "βόρειοι" θέλουν να οργανώνουν το πρόγραμμά τους από δύο βδομάδες πιο πριν).

Τελικά, αποφάσισα να πάω μόνος μου. Βγαίνοντας προ-τελευταίος από τα γραφεία της εταιρείας, είδα ένα παλικάρι να βγαίνει μετά από εμένα και να κλειδώνει. Χωρίς να τον ξέρω, και χωρίς να περιμένω θετική απάντηση, τον ρώτησα: “Φίλε, μήπως θες να έρθεις για μια μπύρα;”

Ο τύπος, αφού με κοίταξε με περιέργεια, μου είπε “ναι, πάμε”, και συνεχίσαμε παρέα προς μια μπυραρία που είχα βάλει στο μάτι. Η αλήθεια είναι πως παραξενεύτηκα που άκουσα μια θετική απάντηση, τόσο εύκολα, χωρίς καν να τον ξέρω. Σύντομα έμαθα πως ο τύπος ήταν Ιταλός. Τότε, κατάλαβα... Έτσι εξηγούνταν, λοιπόν, η θετική του απάντηση σε μια απρόβλεπτη πρόταση.

Τελικά, καταλήξαμε να γίνουμε ντίρλα με κάτι απίθανες IPA μπύρες και μετά να φωνάξει και κάτι άλλα φιλαράκια του, Ιταλούς. Με τους Ιταλούς, πραγματικά, ένιωσα “σαν στο σπίτι μου”. Σαν να είχα βγει έξω με μια καλή παρέα μου όχι από την Βόρεια Ευρώπη, αλλά από τη Βόρεια Ελλάδα - και μαλώναμε για το ποιός θα κεράσει ποιόν.

Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, ήταν αυτό που μου είπε ο τύπος όταν είχαμε χαλαρώσει λίγο. Ζούσε στην Κοπεγχάγη για έξι μήνες, και αύριο θα ήταν η τελευταία του μέρα στην εταιρεία και την πόλη. Βλέπετε, έκανε μια εξάμηνη πρακτική για το διδακτορικό του, και θα γυρνούσε πίσω στο πανεπιστήμιό του στο Λονδίνο.

Αυτό που μου είπε με αγανάκτηση, ήταν: “Ρε φίλε, είναι απίστευτο. Μένω έξι μήνες εδώ, και έπρεπε να φτάσει η τελευταία μου μέρα στην Κοπεγχάγη για να βρεθεί επιτέλους ένας άνθρωπος από τη δουλειά και να μου πει απλά «θες να πάμε για μια μπύρα;»”.

Το πιάνετε το νόημα;

Θα έμενα (ξανά) σε μια πόλη σαν την Κοπεγχάγη;

Λοιπόν: Το έχω δει και το ξαναβλέπω. Έχω φίλους Έλληνες που μένουν Βερολίνο, Αγγλία, Δανία, κάποιοι για δύο χρόνια, κάποιοι για δέκα. Και ειλικρινά, ούτε μια φορά, από έναν από όλους αυτούς, δεν έχω ακούσει να μου λέει: “Έχω αρκετούς φίλους στην νέα μου πόλη και νιώθω ότι το κοινωνικό κομμάτι της ζωής μου είναι καλά”.

Αυτό που ακούω είναι το ακριβώς αντίθετο. Όλοι όσοι ξέρω, απλώς υποφέρουν κοινωνικά.

Προσπαθούν να “χωθούν” σε παρέες, η να γνωρίσουν κόσμο με οποιαδήποτε ευκαιρία (στη δουλειά, σε συλλόγους, σε τυχαία meetups) αλλά στο τέλος είτε αποτυγχάνουν παταγωδώς να δημιουργήσουν το οποιοδήποτε δέσιμο με ανθρώπους μιας διαφορετικής κουλτούρας, ή καταλήγουν να κάνουν παρέα με έναν-δύο Έλληνες που δεν ταιριάζουν καν, αλλά το κάνουν από ανάγκη.

Και ακόμη και αυτοί οι  “με το ζόρι” φίλοι, πχ. σε ένα Βερολίνο, το πιθανότερο είναι ότι σε 1-2 χρόνια θα έχουν φύγει και αυτοί, αφού λίγοι άνθρωποι μένουν για πολλά χρόνια σε αυτά τα μεγάλα Ευρωπαϊκά hubs.

Και στο τέλος, όλοι αυτοί οι γνωστοί μου, διαπραγματεύονται συνεχώς μέσα τους το πότε και αν θα γύριζαν Ελλάδα. Οι μόνοι που επιλέγουν, τελικά, να μείνουν εξωτερικό για πολύ καιρό, είναι απλώς όσοι ξέρουν πως στην Ελλάδα δεν θα είχαν κανένα οικονομικό μέλλον.

Άρα, πέραν από τα (λογικά) πρώτα δύο χρόνια σε μια πόλη του εξωτερικού, που όλα είναι σαν honeymoon, ο μόνος λόγος για να συνεχίσεις να μένεις μετά είναι τα λεφτά.

Και αυτό έχω να απαντήσω και εγώ για το παιχνίδι-σκέψης που έκανα στο μυαλό μου καθώς περπατούσα στους δρόμους της Κοπεγχάγης: Ότι, ευτυχώς, λόγω του επαγγέλματός μου, μπορώ να είμαι μια χαρά και στην Ελλάδα, και δεν έχω κάποιον λόγο να μετακομίσω ξανά σε μια κρυόκωλη χώρα και πάνω απ’ όλα, μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ.

Οπότε, αυτό είναι το συμπέρασμα: Πως κάθε πόλη του εξωτερικού, είναι σίγουρα πολύ ωραία για ένα σύντομο ταξιδάκι, σαν τουρισμός. Και ίσως και για ένα μεγαλύτερο, αλλά όχι πολύ μακροχρόνιο, διάστημα, για να πάρεις την εμπειρία. Βλέπεις κάτι διαφορετικό, ανοίγει το μυαλό σου και τα λοιπά. Το να μείνεις, όμως, για καιρό, έχει πάντα το αίσθημα της “ξενιτιάς”, όσο κοντά και αν είναι με μια Ryanair. Σε μια ξένη χώρα, θα είσαι για πάντα “ξένος”, ότι και να κάνεις.

Και στα 30 μου, η ανάγκη να “φύγω μακριά”, αισθάνομαι πως έφυγε μακριά και αυτή. Και μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, καταλήγω να εκτιμώ ακόμη περισσότερο αυτό που έχω εδώ πέρα, και που κάποτε, κατά κάποιον τρόπο, μισούσα.

Οπότε, χαίρομαι που έζησα αυτές τις δέκα μέρες στην Κοπεγχάγη. Πήρα τη δόση μου για τώρα. Και επιβεβαίωσα ότι, προς το παρόν, βρίσκομαι σε έναν καλό δρόμο, ή έστω έναν δρόμο που μου ταιριάζει.

Όμως, αυτό που ισχύει για μένα, δεν είναι δεδομένο ότι θα ισχύει και για όλους. Και στην τελική, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τη δική του απάντηση στο ερώτημα του "εξωτερικού", μέχρι να το δοκιμάσει και ο ίδιος...

(υγ. Παρόλα αυτά, εάν δεν μπορούσα να είμαι οικονομικά καλά στην πατρίδα μου, θα έφευγα πάλι για εξωτερικό από "εχθές")

👉 Θέλεις περισσότερα άρθρα σαν κι αυτό;

Γράψου στην Checklist για να έρχεται ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες κατευθείαν στο email σου.