Πως λειτουργούν οι μισθοί στην Ελλάδα

🤙 Σαν το newsletter... δεν έχει!
Το άρθρο αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι από την Checklist, ένα newsletter που βάζει τα πράγματα σε μια σειρά.
Για να διαβάζεις κι εσύ ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες, με θέμα την παραγωγικότητα, τη διαχείριση χρόνου, τη ζωή στο εξωτερικό και πολλά άλλα, κάνε εγγραφή εδώ:
Λεφτά, λεφτά, λεφτά… Μια μανία που, για να σας πω την αλήθεια, χώθηκε στο μυαλό μου τα τελευταία χρόνια, κυρίως επηρεασμένος από κάνα δυο (psycho) γνωστούς μου που μιλούσαν μόνο για αυτά.
Όμως, θέλω να είμαι δίκαιος: Παρά την “τρέλα”, υπάρχει και η προβληματική κανονικότητα. Μιλάω για τους περισσότερους συνομηλίκους μου εκεί έξω (27-33) που ενώ εργάζονται εδώ και χρόνια, στην πραγματικότητα έχουν μαύρα μεσάνυχτα όσον αφορά το τι πληρώνονται (πραγματικά) και το που πηγαίνουν τα λεφτά τους.
Προφανώς, είμαι σίγουρος πως ανάμεσά μας έχουμε και experts των φορολογικών δηλώσεων, αλλά για όλους τους άλλους (συμπεριλαμβανομένου και του πρόσφατου εαυτού μου) θέλω να δώσω μερικές απλές απαντήσεις για το πως ακριβώς πληρώνεται ένας μισθωτός σε αυτή τη χώρα - και το που πηγαίνουν τα λεφτά του;
Τι σημαίνει “μικτά”, τι “καθαρά”;
Κάτι που ξέρουν μονάχα όσοι έχουν δουλέψει στο εξωτερικό, είναι πως η Ελληνική συνήθεια να μιλάμε μόνο για “καθαρούς” μισθούς, αποτελεί εξαίρεση.
Κοιτάξτε, καταλαβαίνω πως, στο τέλος-τέλος, το μόνο που μετράει είναι τα λεφτά που μπαίνουν κάθε μήνα στον λογαριασμό μας. Οπότε εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, «για ποιόν λόγο να μας νοιάζουν τα μικτά»;
Ας το πάρουμε από την αρχή...
"Μικτός μισθός" είναι τα χρήματα που παίρνουμε προτού πληρωθούν οι ασφαλιστικές μας εισφορές και ο φόρος εισοδήματος. Τα μικτά, είναι ουσιαστικά τα πραγματικά χρήματα του μισθού για τον οποίο υπογράφει κανείς σε μια σύμβαση εργασίας - και είναι ο μόνος σταθερός, αντικειμενικός τρόπος για να μετρήσει κανείς τον μισθό του.
“Καθαρά”, από την άλλη, λέμε τα χρήματα που μπαίνουν στο τέλος του μήνα στον τραπεζικό μας λογαριασμό. Αυτά τα «καθαρά» λεφτά, είναι καθαρισμένα από φορολογικές υποχρεώσεις (όχι πάντα, αλλά θα το εξηγήσω μετά).
Αυτή είναι η απλούστερη απάντηση, που θα καλύψει τον περισσότερο κόσμο.
Η πιο λεπτομερής πραγματικότητα, όμως, περιλαμβάνει και το ότι:
- Ο εργοδότης δεν πληρώνει μόνο τα «μικτά» για κάθε εργαζόμενο, αλλά και κάτι παραπάνω.
- Τα «καθαρά» μας δεν αυξάνονται αναλογικά με τα μικτά (διπλάσια μικτά, δηλαδή, δεν μας δίνουν και διπλάσια καθαρά).
- Ακόμη και μετά την πληρωμή των «καθαρών», μπορεί να συνεχίσουμε να χρωστάμε λεφτά στην εφορία ή να μας χρωστάει αυτή.
Τι είναι τα «δώρα» και γιατί παίρνουμε 14 μισθούς;
Κάνω μια σύντομη παράκαμψη, για να πιάσω το θέμα των δώρων.
Δεν θα πω ψέματα πως όταν πρωτομπήκα στην (μισθωτή) αγορά εργασίας, η ύπαρξη των 14 μισθών μου έκανε εντύπωση για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή υπήρχαν. Και δεύτερον, για την αντιμετώπιση που είχαν πολλοί Έλληνες απέναντί τους.
Όσον αφορά το πρώτο, εννοώ, γιατί να είναι 14 και να μην ήταν ας πούμε 12, όσοι δηλαδή και οι μήνες; - όπως δηλαδή λειτουργεί και στις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Αφού το έψαξα λιγάκι, έμαθα πως πριν από 200 χρόνια, τότε που το Ελληνικό κράτος ξεκινούσε να παίρνει μορφή, το ίδιο συνέβαινε και εδώ: Οι υπάλληλοι έπαιρναν 12 μισθούς. Μέχρι κάτι γιορτές του Πάσχα, όμως, όπου η φτωχή Ελληνική εργατική κοινότητα ζήτησε από τα αφεντικά να της δώσουν ένα βοήθημα, ένα «δώρο» δηλαδή, για να τα περάσουν τις γιορτές λίγο πιο άνετα.
Αυτή είναι και η πρώτη αναφορά για το δώρο Πάσχα - και κάπου στο 1940 μονιμοποιήθηκε με έναν νόμο, ως έκτακτη ενίσχυση. Πολύ αργότερα, σε αυτό προστέθηκε και το "δώρο Χριστουγέννων" και το "επίδομα αδείας" και όλα μαζί μετατράπηκαν σε μόνιμα επιδόματα.
(Κύρια πηγή για όλα αυτά τα ιστορικά ήταν το sansimera.gr)
Έτσι, σήμερα, με το δώρο Χριστουγέννων να είναι ίσο με έναν μηνιαίο μισθό και το δώρο Πάσχα και το επίδομα αδείας να είναι ίσα με μισό μισθό το καθένα, στο τέλος της χρονιάς, στο σύνολο, λαμβάνουμε συν δύο έξτρα μισθούς.
Αυτή η ιστορία με τα δώρα-επιδόματα, ίσχυε για όλους τους Έλληνες μέχρι το 2012, όπου για μνημονιακούς λόγους, τα «δώρα» κόπηκαν για τους δημοσίους υπαλλήλους και από τότε ισχύουν μόνο για τον ιδιωτικό τομέα.
(Παρεμπιπτώντως, παρόμοια concept υπάρχουν και σε άλλες χώρες, όπως πχ. η Ελβετία με τον 13ο μισθό, όμως εκεί οι άνθρωποι συνήθως γνωρίζουν τον ετήσιο μικτό μισθό τους - τον brutto, όπως λέγεται)
Τώρα, το γιατί νομοθετήθηκαν τα «δώρα» ως κάτι υποχρεωτικό ίσως μοιάζει περίεργο, αφού όταν ένα «δώρο» είναι με το ζόρι, τότε δεν είναι «δώρο», σωστά;
Η λογική απάντηση είναι πως τις περιόδους που τα καθιερώθηκαν τα δώρα, οι υπάλληλοι ήταν, όπως και σήμερα, αντιμέτωποι με τον αυξανόμενο πληθωρισμό. Επειδή όμως (ξανά όπως και σήμερα) οι εργοδότες τους δεν φαίνονταν πρόθυμοι να προβούν σε αυξήσεις, η νομοθέτηση των επιδομάτων ήταν ένας πλάγιος τρόπος για να αυξηθεί ο τελικός μισθός.
Με άλλα λόγια, αντί να ανεβάσουν τους μισθούς από τα 1000€ στα 1100€, αποφάσισαν να δώσουν έναν ακόμη μισθό τον χρόνο - και να τον αποκαλέσουν «δώρο».
Όμως, γιατί είναι προβληματικό αυτό για εμάς;
Όπως ανέφερα στην προηγούμενη παράγραφο, στην Ελλάδα επιμένουμε να μιλάμε (και να διαπραγματευόμαστε) για τους "καθαρούς μηνιαίους" μισθούς μας.
Όταν όμως μιλάς για “καθαρά τον μήνα”, δίνεις άθελά σου την (ανήθικη) ευχέρεια στον εργοδότη να σου πει «τόσα συμφωνήσαμε να σου δίνω» και του επιτρέπεις να «ξεχνάει» βολικά τα δώρα, ή να σου ζητάει (παρανόμως) να τα γυρίσεις πίσω, ή να ξεχνάει πως ένας εργοδότης πρέπει να πληρώνει αρκετά παραπάνω από τα καθαρά (θα το δούμε σε λίγο).
Το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στην λέξη "δώρο", που το κάνει να μοιάζει προαιρετικό.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα λεφτά τα οποία πρέπει να διαπραγματεύεται κανείς και για τα οποία υπογράφει (και φορολογείται) είναι ο ετήσιος μικτός μισθός, ο οποίος, προφανώς, περιλαμβάνει και τα τρία επιδόματα που λέμε "δώρα".
Με άλλα λόγια, αν έχεις συμφωνήσει για «καθαρά» 1000 τον μήνα (θυμίζω, είναι πολύ λάθος να διαπραγματεύεσαι με καθαρά - αλλά ας το κάνουμε για το παράδειγμα), τότε υπό κανονικές συνθήκες, αναμένεις περίπου 18.000€ μικτά τον χρόνο και καθαρά 14.000€.
Εάν τα μοιράσουμε στους 12 μήνες του χρόνου, στην πραγματικότητα, στο τέλος της χρονιάς, θα έχεις πάρει 1167€ καθαρά ανά μήνα και όχι 1000.
Οπότε, εάν ο εργοδότης σου ζητάει πίσω τα «δώρα», τότε ουσιαστικά σε κλέβει για 2000 ευρώ καθαρά, για τα οποία εσύ έχεις φορολογηθεί. (Δεν μπήκα καν στην κουβέντα να σου τα δίνει "μαύρα" - είναι άλλο μεγάλο θέμα...)
Ποιό είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα; Ότι τα δώρα δεν είναι «δώρα» και ότι, ακόμη καλύτερα, θα πρέπει να λειτουργείς σαν να μην υπάρχουν καν. Το σωστό perspective είναι να το βλέπεις ως ότι ο εργοδότης σε πληρώνει έναν συγκεκριμένο ετήσιο μισθό, δεκατέσσερις φορές τον χρόνο. Αυτό είναι όλο.
Οπότε, όταν υπογράψετε το επόμενό σας συμβόλαιο, μιλήστε για ετήσιο μικτό, και αφήστε όλα τα υπόλοιπα παραμύθια για τους παραμυθάδες…
Γιατί τα «καθαρά» μας είναι λιγότερα από τα «μικτά»;
Ωραίες όλες αυτές οι ιστοριούλες, αλλά ξέρω ότι θέλετε να επιστρέψουμε στο “τι μπαίνει τελικά στην τράπεζα”.
Γιατί, λοιπόν, ποτέ μας δεν βλέπουμε ολόκληρα αυτά τα “μικτά”;
Εάν κοιτάξετε μια απόδειξη πληρωμής μισθού (που ο εργοδότης σας είναι υποχρεωμένος να μοιράζεται μαζί σας κάθε μήνα) θα δείτε μια αναλυτική εξήγηση του που πηγαίνουν τα λεφτά σας:
Από το σύνολο των αποδοχών σας (ουσιαστικά οι μικτές μηνιαίες αποδοχές σας), θα δείτε να αφαιρούνται οι ασφαλιστικές εισφορές και οι κρατήσεις ΦΜΥ (Φόρου Μισθωτών Υπαλλήλων). Και μετά από αυτά, μένουν τα καθαρά σας.
Τι είναι ο φόρος εισοδήματος;
Ο «φόρος εισοδήματος» είναι ο βασικότερος φόρος του δυτικού κόσμου, όπου ο κάθε πολίτης πληρώνει ένα «χαράτσι» στο κράτος ανάλογα με το πόσα λεφτά βγάζει.
Στην Ελλάδα, έχουμε προοδευτική φορολόγηση , που όχι, δεν σημαίνει «ηθικά» προοδευτική, αλλά ότι προοδεύει (ανεβαίνει) μαζί με το εισόδημα.
Αν, ας πούμε, κάποιος βγάζει 20.000 ευρώ μικτά (1100 καθαρά τον μήνα), στο τέλος του χρόνου θα έχει πληρώσει μόνο 9.1% σε φόρο εισοδήματος. Εάν, όμως, κάποιος βγάζει 100.000 μικτά (4000 καθαρά τον μήνα) τότε δεν θα πληρώσει φόρο 9%, δηλαδή 9000 ευρώ, αλλά 30%, δηλαδή 30.000€.
Γενικότερα, οι πιο «αριστερές» κυβερνήσεις ήταν ιστορικά υπέρ της παρούσας προσέγγισης, ενώ οι δεξιές, οικονομικά φιλελεύθερες, υπέρ πιο flat-tax σχημάτων.
(Tip: Υπάρχει και το άρθρο που εξηγεί τις συχνότερες πολιτικές έννοιες, για όσους θέλουν να εντρυφήσουν σε λέξεις όπως "φιλελεύθερος"...)
Τι είναι οι ασφαλιστικές εισφορές;
Το δεύτερο κομμάτι που μας ροκανίζει τα μικτά, είναι οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες αφορούν, από τη μία, την περίθαλψη υγείας μας και από την άλλη, τη σύνταξή μας.
Οι εισφορές αυτές υπολογίζονται ως το 22% του μικτού μας εισοδήματος, αλλά το 14% από αυτές τις πληρώνει ο εργοδότης (είναι δηλαδή εκτός του μικτού μας μισθού).
Αυτές οι “εισφορές”, λοιπόν, δεν είναι “φόρος”, αλλά είναι το μερίδιο που πληρώνουμε για την κοινωνική μας ασφάλεια, ακριβώς όπως πληρώνουμε “ασφάλεια” και για ένα αυτοκίνητο.
Τα “μικτά”, λοιπόν, δεν τα βλέπουμε ποτέ στην τράπεζα, γιατί στην Ελλάδα αυτές τις κρατήσεις, από το συνολικό μας μικτό εισόδημα, τις υπολογίζει ο εργοδότης προτού κάνει την πληρωμή του μισθού, κρατάει το κομμάτι των φόρων και των εισφορών για να το δώσει (εκ μέρους μας) στο κράτος και σε εμάς στέλνει το “καθαρό”, τελικό ποσό που μας αναλογεί.
Όμως, γιατί επιμένω πως τα “μικτά” θα πρέπει να μας νοιάζουν τόσο, ακόμη και αν είναι λεφτά που δεν παίρνουμε ποτέ στο χέρι;
Πρώτα απ’ όλα, γιατί αυτά είναι τα πραγματικά λεφτά που παράγουμε, άσχετα αν ένα (μεγάλο) κομμάτι τους τα τρώει το κράτος. Είναι τα λεφτά τα οποία στο τέλος της μέρας βγάζει ο εργοδότης μας από την τσέπη του για μας (αν και βγάζει και λίγα ακόμη που δεν τα βλέπουμε).
Αν ήταν κανείς “ελεύθερος επαγγελματίας”, και έπαιρνε στην τσέπη από τον πελάτη 5.000€, τότε δεν θα έλεγε “έβγαλα 3400€ καθαρά”, αλλά (πιθανότατα) θα μιλούσε για το μικτό πακέτο (προ φόρων) που πακετάρισε.
Μια από τα ίδια και με τους αμέτρητους Έλληνες που δουλεύουν με μαύρα. Ένας υδραυλικός, ας πούμε, που πληρώθηκε 100€ μαύρα, θα σου πει πως έβγαλε εκατό ευρώ. Όμως, θα ήταν άδικο να το συγκρίνεις με το καθαρό ημερήσιο εισόδημα ενός μισθωτού, αφού στην πραγματικότητα, ο μισθωτός βγάζει αρκετά παραπάνω από όσα του μπαίνουν στην τσέπη (ειδικά αν έχει σχετικά μεγάλο εισόδημα) - απλώς είναι αναγκασμένος να πληρώσει όλους του τους φόρους.
Ένας υδραυλικός, ας πούμε, που βάζει στην τσέπη 2000€ μαύρα τον μήνα, αν φορολογούνταν κανονικά, θα ήταν συγκρίσιμος με έναν μισθωτό του ιδιωτικού τομέα που βγάζει 1200€ τον μήνα.
Ένα άλλος λόγος είναι πως, παρά το ότι ο κάθε εργοδότης παρακρατεί ένα κομμάτι του μισθού μας για να το αποδώσει στο κράτος, πολλές φορές μπορεί να πέσει έξω, και να μας κρατήσει λιγότερα ή περισσότερα από ότι πρέπει.
Μη φοβάστε όμως: Στο τέλος της χρονιάς, όταν κάνουμε της φορολογικές μας δηλώσεις, τα νουμεράκια μπαίνουν κάτω και διορθώνονται, με εμάς να παίρνουμε είτε “επιστροφή φόρου”, είτε να χρωστάμε παραπάνω στην εφορία.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;
Επειδή ο φόρος δεν είναι μια σταθερή αναλογία του εισοδήματος, αλλά έχει διάφορα κλιμάκια. Αυτό σημαίνει πως ανά κάποια συγκεκριμένα ποσά εισοδήματος, το ποσοστό του φόρου ανεβαίνει.
Εν τω μεταξύ, να βάλω μια μικρή παρένθεση εδώ και να μιλήσω για το απιθανότερο εργαλείο του Ελληνικού internet, για όσους ενδιαφέρονται για μισθούς και φόρους. Αναφέρομαι στο After Tax, που είναι ένα site/εργαλειό, όπου βάζεις τα μικτά ή τα καθαρά σου, και σου κάνει τον κάθε υπολογισμό που χρειάζεσαι.
Αποτελεί το βασικότερο εργαλείο για την επόμενη φορά που θα διαπραγματευτείς έναν μισθό.
Ένας εργοδότης το μόνο που γνωρίζει είναι τον μισθό που σου δίνει - και άρα, κρατάει τον φόρο σου με βάση εκείνο το μικτό εισόδημα.
Τι συμβαίνει, όμως, εάν ο υπάλληλος έχει και άλλα εισοδήματα πέραν από αυτά που γνωρίζει ο εργοδότης; Για παράδειγμα, από ενοίκια, ή από freelance-ιλίκια που κάνει τα Σαββατοκύριακα; Σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης θα παρακρατήσει (πιθανότατα) λιγότερα από ότι πρέπει, σε σχέση με το πραγματικό τελικό σου εισόδημα.
Ή τι συμβαίνει εάν τον μισό χρόνο δούλευες κάπου με μισθό 1000€ και τον άλλον μισό χρόνο άλλαξες δουλειά και πήγες σε μια με 2000€ μισθό (μεγαλύτερο); Σε αυτή την περίπτωση, ο δεύτερος εργοδότης, πιθανότατα θα κρατήσει περισσότερα, αφού θα σε “φορολογεί” με βάση τον δεύτερο, μεγαλύτερο μισθό που σου δίνει.
Οι φορολογικές περίοδοι, όμως, είναι ετήσιες, και στο τέλος, το πραγματικό σου εισόδημα, θα είναι κάπου στη μέση, και άρα, η εφορία θα πρέπει να σου επιστρέψει τα παραπανίσια χρήματα.
Οπότε, για να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο, τα μικτά είναι σημαντικό να τα γνωρίζουμε γιατί με βάση εκείνα φορολογούμαστε, αλλά δεν τα βλέπουμε ποτέ στην τσέπη μας γιατί ο φόρος πληρώνεται εκ μέρους μας από τον ίδιο τον εργοδότη.
(Κι ένα ακόμη ενδιαφέρον είναι πως, ανάλογα με τη χώρα και με τους δικούς της φορολογικούς κανόνες, με τον ίδιο μικτό μισθό, μπορεί να παίρνει πολύ διαφορετικά καθαρά στο τέλος. Άλλα καθαρά σου μένουν από 60.000 μικτά στη Γερμανία, και άλλα στη Βουλγαρία)
Τι πληρώνει ο εργοδότης μας;
Όπως είδαμε νωρίτερα, ένα ακόμη πράγμα που πληρώνει ο εργοδότης είναι το μεγαλύτερο κομμάτι των ασφαλιστικών μας εισφορών. Αλλά αυτό το κομμάτι δεν υπολογίζεται καν στον μικτό μισθό μας. Είναι κάτι εντελώς έξτρα.
Με άλλα λόγια, ο εργοδότης ενός μισθωτού, στην πραγματικότητα πληρώνει ακόμη περισσότερα για κάθε υπάλληλο, ακόμη και από όσα φαίνονται ως “μικτός ετήσιος μισθός” στο συμβόλαιο.
Για παράδειγμα, για να μπαίνουν στον λογαριασμό μας 1000€ (καθαρά) τον μήνα (επί 14 μισθούς), θα πρέπει να παίρνουμε 1274€ μικτά. Αλλά στην πραγματικότητα, ο εργοδότης θα πληρώνει από την τσέπη του 1558€ κάθε μήνα.
Ακόμη, στην περίπτωση που κανείς δουλεύει με “μπλοκάκι”, η μέσω προσωπικής επιχείρησης (για παράδειγμα, ως freelancer), ο εργοδότης (μπορούμε πια να τον πούμε και “πελάτη”) δεν έχει πια την υποχρέωση να πληρώνει τέτοιες εργοδοτικές εισφορές.
Για αυτό και συνήθως τα freelance rates είναι πολύ μεγαλύτερα από ότι ο μισθός ενός μισθωτού. Γιατί, ως ελεύθερος επαγγελματίας, όλες οι πληρωμές για ασφάλιση είναι μονάχα δική σου ευθύνη και θα πρέπει να αφαιρεθούν από το τελικό σου εισόδημα.
Τι είναι η ασφάλεια που πληρώνουμε;
Η τελευταία έννοια σε αυτό το άρθρο, η “ασφάλεια”, αποτελεί μια πληρωμή που κάνουμε όλοι μαζί οι εργαζόμενοι της χώρας σε κάποιο ασφαλιστικό ταμείο, έτσι ώστε, στην δύσκολη, απρόβλεπτη στιγμή, να μπορούμε να στηριχτούμε σε αυτή.
Όπως είπα και πριν, δεν έχει μεγάλη διαφορά, σαν concept, από την ασφάλεια που πληρώνουμε για το αυτοκίνητό μας.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι ασφαλιστικές εισφορές μας πηγαίνουν σε τρία “ταμεία”:
- Ασφάλεια για τη σύνταξη.
- Ασφάλεια για την υγεία.
- Ασφάλεια για ανεργία (ταμείο ανεργίας).
Θα μπορούσε, όμως, να αναρωτηθεί κανείς: “Γιατί να μου κρατάει το κράτος τόσα λεφτά, αντί να με αφήνει να τα διαχειριστώ και να τα επενδύσω μόνος μου;”
Καλό ερώτημα - και μεγάλη κουβέντα. Αλλά δεν θα την ανοίξω τώρα. Το θέμα των εισφορών, ειδικά για την σύνταξη, είναι αρκετά περίπλοκο και δεν νιώθω καν αρκετά γνώστης για να το συζητήσω εκτενώς (προς το παρόν).
Κρατάμε, όμως, το ότι, παρά τις εγγενείς τους αδικίες, τα ασφαλιστικά συστήματα έχουν σκοπό να αποτελούν ένα δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους στην κοινωνία - και για αυτό όλοι μας συνεισφέρουμε σε αυτά με ένα flat-rate, ανάλογο του εισοδήματός μας.
Αυτά λοιπόν ήταν μια πρώτη εισαγωγή στους βασικούς όρους των μισθών που συνεχώς ακούμε, αλλά σπάνια καταλαβαίνουμε.
Ελπίζω πως μπόρεσα να κάνω κάποια πράγματα λίγο πιο ξεκάθαρα. Φυσικά, στην περίπτωση που είτε νομίζετε πως έκανα κάπου λάθος, ή που θα θέλατε να εμβαθύνουμε περισσότερο σε κάποιο θέμα, περιμένω τα δικά σχόλια σας (και τη δική σας γνώση) στο Discussion Group μας.

👉 Θέλεις περισσότερα άρθρα σαν κι αυτό;
Γράψου στην Checklist για να έρχεται ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες κατευθείαν στο email σου.