Πως να ΜΗΝ βγεις έξω μόνος σου

🤙 Σαν το newsletter... δεν έχει!
Το άρθρο αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι από την Checklist, ένα newsletter που βάζει τα πράγματα σε μια σειρά.
Για να διαβάζεις κι εσύ ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες, με θέμα την παραγωγικότητα, τη διαχείριση χρόνου, τη ζωή στο εξωτερικό και πολλά άλλα, κάνε εγγραφή εδώ:
Τον Μάιο του 2011 είχα γράψει ένα άρθρο με τίτλο “πως να βγεις έξω μόνος σου”. Αυτό (μαζί και με ένα follow-up άρθρο) κατέληξε να είναι ένα από τα πιο δημοφιλή άρθρα του Φοιτηtips, με μπόλικα σχόλια που μπορείτε να διαβάσετε μέχρι και σήμερα.
Περίπου 11 χρόνια μετά, τον φετινό Νοέμβριο δηλαδή, βρέθηκα για λίγες μέρες στο Βερολίνο. Ήταν ένα (πολύ όμορφο για Νοέμβρη) πρωινό που άραζα σε ένα από τα καφέ της γειτονιάς για έναν (decaf ) flat-white, πριν πάω στη δουλειά μου. Τότε, παρατήρησα κάτι παράξενο. Όλοι οι πελάτες στα έξω τραπεζάκια του μαγαζιού, κάθονταν μόνοι τους.
Στην φωτογραφία, η στιγμή που σας περιγράφω.
Δεν ξέρω εάν εσάς σας φαίνεται περίεργο, αλλά η απόσταση από το να φαίνεται επαναστατικό ένα άρθρο για το “πως να πίνεις καφέ μόνος σου”, μέχρι το να μη βλέπεις ούτε ένα τραπέζι με παρέα, είναι πολύ μεγάλη - ακόμη και ξέροντας ότι συγκρίνω τα Ιωάννινα με το Βερολίνο.
Αλλά και στα Γιάννενα (όταν τα επισκέπτομαι) βλέπω πια φοιτητές με laptop να διαβάζουν μόνοι τους για την εξεταστική, ή εικόνες όπως την προχθεσινή στη Θεσσαλονίκη, όπου δύο κοπέλες διάβαζαν μόνες τους στα iPad τους, στη βιτρίνα του Starbucks της παραλίας.
Οπότε, αναρωτιέμαι: Τι ακριβώς έχει αλλάξει από το 2011 μέχρι σήμερα;
Και γιατί, όσο ο καιρός περνάει, το “μόνος” γίνεται όλο και πιο φυσιολογικό, που αρχίζει να καταντάει ανησυχητικό;
Ο παλιός, καλός καιρός
Το μακρινό 2011, τότε που γράφτηκε το πρώτο άρθρο, το Instagram υπήρχε (ακόμη) μόνο για iPhone. Φωτογραφίες με τις παρέες βγάζαμε ακόμη με ψηφιακές φωτογραφικές και τις ανεβάζαμε στο Facebook από τον υπολογιστή στο σπίτι. Κι ούτε Stories υπήρχαν τότε. Ούτε Snapchat. Ούτε Tik-Tok. Ούτε Apple Pay.
Με άλλα λόγια, ήταν μια εποχή που δεν είχαμε ακόμη συνηθίσει, σαν κοινωνία, την εικόνα ενός ανθρώπου υπνωτισμένου μπροστά από ένα κινητό: Το να είναι φυσιολογικό, δηλαδή, να κοιτάζει κανείς μια οθόνη, όπου κι αν βρίσκεται, σαν μια μόνιμη δικαιολογία για τα πάντα.
Ακόμη κι αν βρίσκεται μόνος του, σε ένα καφέ.
Και από το τότε, φτάσαμε στη σημερινή φωτογραφία των μοναχικών ανθρώπων του Βερολίνου.
Κοιτάξτε: Δεν λέω πως το να βγαίνεις έξω μόνος είναι κακό. Ανάθεμά αν το έχει κάνει κάποιος περισσότερο από μένα.
Απλώς, ο δικός μου αρχικός λόγος που έμαθα να βγαίνω μόνος (ως φοιτητής στα Γιάννενα) δεν ήταν το ότι μου άρεσε η μοναξιά. Ήταν ακριβώς το αντίθετο! Απλώς, οι περισσότεροι από τις παρέες μου (φοιτητές βλέπετε) ήταν μπουχέσες που ξυπνούσαν αργά και δεν ήθελαν να ξεβολευτούν τα πρωινά για έναν όμορφο, χαλαρό καφέ - ακριβώς, δηλαδή, όταν μου άρεσε περισσότερο.
Έτσι, το να βγαίνω έξω μόνος μου, ήταν η διεκδίκηση της αυτονομίαςμου. Ο τρόπος μου για να απεξαρτηθώ από την ανάγκη ατόμων που “δεν τραβούσαν” και να διαφοροποιηθώ από τα μπουχέσικα, μονότονα προγράμματά τους. Απλώς, πριν από δέκα χρόνια, όλο αυτό ήταν αρκετά παράξενο - τουλάχιστον για την κλειστή κοινωνία των Ιωαννίνων.
Σήμερα, όμως, με την ισχυρή δικαιολογία του κινητού ή του λάπτοπ, το “μόνος” έχει γίνει φυσιολογικό.
Με το κινητό σου στο χέρι, μπορεί να κοιτάς το Instagram σου με τους 100 χιλιάδες followers σου. Ποιός θα σε κατηγορήσει ότι δεν έχεις φίλους; Ή μπορεί να είσαι χαμένος μέσα στην οθόνη του iPad σου γιατί “διαβάζεις για τη δουλειά σου”.
Κρυμμένα πίσω από τις πλάτες των κινητών, σήμερα όλα μπορούν να δικαιολογηθούν, και άρα το “μόνος” δεν έχει πια ανάγκη από υποστηρικτικά άρθρα.
Και που καταλήξαμε; Στο ότι το “μόνος”, από μια μικρή πράξη επανάστασης, έχει μεταμορφωθεί στο ασφαλές default. Στο εύκολο και το αναμενόμενο.
Με άλλα λόγια, σήμερα, το να μην είμαστε μόνοι είναι που κατάντησε δύσκολο.
Πως να ΜΗΝ βγαίνεις έξω μόνος σου
Σας έχω ήδη πει πως ένας από τους περσινούς στόχους ήταν να λύσω ακριβώς αυτό το πρόβλημα: Ήθελα να ανεβάσω ξανά το επίπεδο της κοινωνικότητας μου, να βγαίνω συχνότερα έξω με παρέες και να δημιουργώ νέες στιγμές μαζί τους.
Μερικά από τα πράγματα που έκανα για αυτό:
Έστειλα μήνυμα σε φίλους που είχα να δω καιρό, μονάχα για να πάρω καμιά χλιαρή απάντηση πως “ναι, θα βρεθούμε κάποια στιγμή” - και μετά σιγή ασυρμάτου.
Έφαγα ξανά και ξανά απόρριψη από άτομα που βαριούντουσαν να βγουν από τη ρουτίνα τους, να σηκώσουν τον κώλο τους από τον καναπέ, ή που η “ζωή του τριαντάρη” τους δεν είχε χώρο για τίποτα πέραν από δουλειά και Netflix-οθεραπεία.
Κάποιες φορές, πράγματι, βγήκα με καινούργιο κόσμο, αλλά βρέθηκα ανάμεσα σε “έτοιμες” παρέες κάποιου κοινού γνωστού, βλέποντας στις φάτσες πολλών μια άρνηση να αφήσουν την ασφάλεια της κλίκας τους και να επικοινωνήσουν με τον ξένο εισβολέα.
Ξέρω πως ίσως αυτά να ακούγονται σαν “αποτυχία”, αλλά αλήθεια, εγώ αισθάνομαι πως ήταν βήματα πάνω στον σωστό δρόμο.
Βλέπετε, αποτελέσματα σαν τα προηγούμενα είναι ακριβώς ο λόγος που ο κόσμος έχει κλειστεί στον εαυτό του. Αφού το να ανοιχτείς και να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους είναι κάτι που απαιτεί κόπο, που έχει ρίσκο και που πολλές φορές τσούζει.
Με άλλα λόγια, δεν είναι δουλειά για μπουχέσες.
Και κάπως έτσι, έχω καταλήξει με έναν νέο στόχο, οποίος είναι να πολεμήσω την “μπουχεσοποίηση”.
Πως γίνεται, όμως, αυτό; Πως μπορούμε να επηρεάσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, μέσα στον κόσμο των “εθισμένων στις οθόνες”, της απομάκρυνσης και της κατάθλιψης, και να γίνουμε όπως ήμασταν κάποτε, τότε που αναζητούσαμε με λαχτάρα ανθρώπους για να επικοινωνήσουμε;
Μήπως πρέπει να ρίξουμε και λίγο τα μούτρα μας;
Ελπίζω να κρατήσατε τη λέξη “μπουχέσες”, γιατί αποτελεί τον πυρήνα του θυμού μου με τον περίγυρο.
Η άποψη μου είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μπουχέσες εκ φύσεως: Βαριούνται τα πάντα. Μένουν στάσιμοι και δεν τολμούν να δοκιμάσουν πράγματα. Αλλά όταν πατάνε τα τριάντα, δεν ξέρω τι τους πιάνει, και η μπουχεσοποίησή τους βαράει κόκκινο.
Κοιτάξτε: Στα τριάντα, στη διαδρομή για την αληθινή κοινωνικοποίηση, θα πρέπει να ξεκινήσεις ρίχνοντας τα μούτρα σου. Γιατί αν περιμένεις από τους “μπουχέσες” του περίγυρού σου να σε θυμηθούν πρώτοι ή να οργανώσουν κάτι και να σε καλέσουν αυτοί, τότε θα πεθάνεις μόνος.
Αντιθέτως: Αν εσύ είσαι ο άνθρωπος που έχεις στόχο να ζήσεις μια ζωντανή, κοινωνική ζωή, τότε πρέπει να πάρεις πάνω σου την ευθύνη και να ξυπνήσεις τους κοιμισμένους.
Θα πρέπει να στείλεις μηνύματα σε άτομα που έχεις να δεις καιρό. Να τηλεφωνήσεις σε χαμένα κορμιά για να δεις τι κάνουν. Να προσπαθήσεις να οργανώσεις μαζώξεις. Να τους ζητήσεις να καλέσουν γνωστούς γνωστών τους.
Ίσως κάποιοι σου απαντήσουν με ξινίλα. Ίσως κάποιοι να είναι θετικοί, αλλά να μη σου στείλουν ποτέ στο μέλλον με δική τους πρωτοβουλία.
Αλλά, κοιτάξτε: Δεν φταίνε αυτοί. Ότι μπορούνε κάνουν. Απλώς η ευθύνη αυτού που ανάβει τα φυτίλια τυχαίνει να πέφτει πάνω μας, και μαζί της θα φορτωθούμε και τις τριβές του να ζητάμε από ανθρώπους να ξυπνήσουν.
Αν μπορούσαν, θα το έκαναν και αυτοί.
Μήπως πρέπει να είμαστε “Yes Men”;
Από την άλλη, υπάρχει η πιθανότητα να έχουμε βρεθεί κι εμείς στη θέση του “μπουχέσα” - και τον αντίθετο ρόλο να τον έχει πάρει άλλος.
Εκεί, λοιπόν, έχουμε ευθύνη να μην φερθούμε σαν κλασικοί ξενέρωτοι, αλλά να αντιδράσουμε θετικά στις προτάσεις των άλλων.
Μια πρόταση της τελευταίας στιγμής για μπύρα; Κάτι παλιοί φίλοι που μας φώναξαν για φαί; Ένα κοντινό ταξιδάκι το Σ/Κ με κάτι γνωστούς; Ε, πες το γαμημένο ναι!
Το όχι είναι πάντα ευκολότερο γιατί δεν μας ξεβολεύει, δεν μας βγάζει από την ασφαλή μας ρουτίνα, και γιατί πάντα έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε, κάποια υποχρέωση, κάποιο γάμο, κάποια γέννα της αγωνιστικής μας φοράδας…
Οπότε, πρέπει να γίνουμε “Yes Men”, ακριβώς όπως το ζητάμε κι εμείς από τους άλλους. Να λέμε δηλαδή “ναι” ακόμη κι αν μας ξεβολεύει, εφόσον ο λόγος του “όχι” θα ήταν απλώς ο υποσυνείδητος μπουχεσισμός μας.
Μήπως πρέπει να επεκτείνουμε τον κοινωνικό μας κύκλο;
Καλώς η κακώς, η πλούσια κοινωνική ζωή είναι ένα numbers’ game. Γι’ αυτό πχ. πηγαίνει πολύ καλύτερα όταν είμαστε φοιτητές: Επειδή κάθε μέρα στις φοιτητουπόλεις μας συναναστρεφόμαστε με αμέτρητους συνομηλίκους που ψάχνουν επίσης για παρέα.
Όσο μεγαλώνουμε, όμως, αυτό αλλάζει δραστικά. Και για να έρθει σε ισορροπία, πρέπει να είμαστε ακόμη πιο ενεργοί στο να βάζουμε τον εαυτό μας μέσα σε κοινωνικές καταστάσεις και να μιλάμε σε ανθρώπους.
Δεν λέω πως θα πρέπει να κάνεις παρέα με τον κάθε τυχαίο, αλλά είναι καλύτερα να έχεις μια δεκαριά πιθανά connections ώστε να συντονίζεις δυό-τρεις εξόδους τον μήνα και να ξελαμπικάρεις, παρά μονάχα δύο πολύ καλούς φίλους που, όμως, δεν καταφέρνεις ποτέ να συναντήσεις.
Πως γίνεται όμως να επεκτείνεις τον κοινωνικό σου κύκλο;
Ένας τρόπος είναι το να χωθείς σε κάποιο group ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα, και να γνωρίσεις κόσμο. Κάποιο crossfit γυμναστήριο, καμιά σχολή χορού και τα λοιπά. Αλλά αυτό είναι γνωστό tip.
Ένας άλλος τρόπος είναι το να ζητάς από τους υπάρχοντες φίλους σου να φέρνουν στις συναντήσεις σας και δικούς τους φίλους που δεν γνωρίζεις. Κάνε το ίδιο κι εσύ, όταν είσαι ο προσκεκλημένος. Μονάχα έτσι μεγαλώνουν οι κοινωνικοί κύκλοι και δημιουργούνται νέες δυναμικές.
Και πάνω απ’ όλα, όταν βλέπεις ένα νέο άτομο τριγύρω να προσπαθεί να μπεί στην παρέα, μην κάνεις gatekeeping, όπως αυτούς που βγάζουν μια ξινή παγωμάρα σε κάθε ξένο άτομο, λες και φοβούνται μην τους φάει τη θέση μες στο κοπάδι.
Δώσε το χέρι σου σε κάθε νέο άνθρωπο τριγύρω, συστήσου και άφησε τον εαυτό σου να μιλήσει για οτιδήποτε. Μόνο έτσι θα δεις αν ταιριάζετε, και αν μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα φιλία.
Μήπως δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικά picky με τις παρέες μας;
Μεγαλώνοντας, συχνά γινόμαστε τόσο πολύ περίεργοι, που τελικά κανένας δεν μας κάνει. Και έτσι, απομακρύνουμε τους πάντες από κοντά μας, αφού κανείς δεν καλύπτει τις υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις μας.
Ε, λοιπόν, εάν θέλεις να βγαίνεις έξω με ανθρώπους, αυτό είναι άκρως αντί-παραγωγικό.
Δεν χρειάζεται να είναι όλοι κολλητοί σου, ούτε να είναι όλοι οι ψυχικοί σου κλώνοι. Αντιθέτως, άφησε τον εαυτό σου ανοιχτό να γνωρίσει άτομα που σου φαίνονται ακόμη και πολύ διαφορετικά από εσένα. Ίσως τις περισσότερες φορές να μην προκύψει κάτι, όμως με τον καιρό μπορεί να συμβεί και να φτιάξεις μια ωραία, ετερόκλητη παρέα.
Όχι άπιαστα στάνταρ, δηλαδή. Ούτε και πολύ χαμηλά. Απλώς, ρεαλιστικά.
Μήπως αφιερωνόμαστε υπερβολικά πολύ στις (ερωτικές) σχέσεις μας;
Οι ερωτικοί μας σύντροφοι είναι, σε μεγάλο βαθμό, “οι άνθρωποί μας”. Όλο αυτό, όμως, έχει και τα όριά του. Βλέπετε, υπάρχουν κάποια “αντικρουόμενα συμφέροντα”, που σε εμποδίζουν να είσαι απόλυτα ανοιχτός μαζί με τον/την σύντροφο σου.
Δηλαδή, ο συντροφός σου δεν θα μπορέσει ποτέ να πάρει στο 100% τη θέση ενός αμιγώς "φίλου".
Οπότε, μην ξεχνάς να αφήνεις τη σχέση σου κάποιες φορές στην άκρη, και να επενδύεις και σε παρέες έξω από αυτή. Γιατί είναι και η σχεσο-μανία ένας παράγοντας που μας κολλάει και μας κρατάει κλεισμένους μέσα σε μια εσωστρεφή ασφάλεια.
Γενικά, όλα θέλουν ένα balance. Όταν είσαι κάθε μέρα μονάχα με έναν άνθρωπο, και μονοδιάστατος γίνεσαι, και βάζεις και “όλα σου τα αυγά σε ένα καλάθι”.
Και το χειρότερο είναι όταν έρχεται η στιγμή που θέλεις να μιλήσεις με κάποιον άλλον, έναν "κανονικό" φίλο, και συνειδητοποιείς πως δεν έχεις κανέναν. Αλλά τότε είναι πια αργά.
Μήπως τα social media μας έχουν κάψει;
Έχουμε ξανά-μιλήσει για τα υποκατάστατα - και για το κακό που κάνουν όταν παίρνουν τη θέση των αληθινών πραγμάτων. Μια από τα ίδια και με τα social media, όταν τα καταναλώνουμε με υπερβολή: Παίρνουν τη θέση της κοινωνικότητας, της πραγματικής επικοινωνίας και της φιλίας.
Τα πολλά Story στα feed μας δίνουν την ψευδαίσθηση ότι ζούμε κάτι, μέσα από τα μάτια άλλων. Τα πολλά views στα δικά μας Story, μας δίνουν την ψευδαίσθηση ότι κάποιοι άνθρωποι νοιάστηκαν για εμάς. Και τα μεγάλα νούμερα στον αριθμό των followers, να πιστεύουμε πως έχουμε αρκετούς φίλους. Και τα υποκατάστατα μας καλύπτουν.
Όχι πως το ένα αναιρεί απαραίτητα το άλλο. Αλλά συνήθως το αναιρεί - και πάνω απ’ όλα, μέσα από τα υποκατάστατα της κοινωνικότητας, χάνουμε την φυσική μας όρεξη για πραγματική ανθρώπινη επαφή.
Νιώθεις, λοιπόν, πως δεν σου λείπει το να βγαίνεις έξω με ανθρώπους, όμως ταυτόχρονα νιώθεις και πιο μόνος από ποτέ;
Δοκίμασε να κλείσεις τα social media σου. Σύντομα, θα δεις ποιοι είναι πραγματικά φίλοι σου και ποιοι νοιάζονται αρκετά για σένα για να σε ψάξουν. Και όταν θελήσεις να συναναστραφείς μαζί τους, θα αναγκαστείς να τους στείλεις μήνυμα χωρίς την αφορμή κάποιου story, αλλά απλώς γιατί τους σκέφτηκες.
Πράγμα που θα είναι ένας καλός εξαναγκασμός.
Μήπως οι έξοδοί μας πρέπει να είναι πιο “χαλαρές”; (low-friction)
Όπως και με τα στάνταρ για τις παρέες μας, το ίδιο “χαλαρές” πρέπει να είναι και οι αφορμές μας για έξοδο. Όσο πιο άκοπο ακούγεται κάτι, τόσο πιο πιθανό είναι να γίνει.
Βλέπετε, στις ηλικίες μας, η επένδυση χρόνου (και το aftermath) που μπορεί να υπονοεί μια “εξοδος στα μπουζούκια” σημαίνει ότι ελάχιστοι θα πουν το “ναι”. Ποιός θέλει να ξενυχτήσει όταν έχει μονάχα ένα Σ/Κ για να ηρεμήσει; Ποιός θέλει να γίνει κουνουπίδι, όταν στην ηλικία των τριάντα θέλει τρεις μέρες για να ξεπεράσει το hangover;
Για να δεθεί μια παρέα, όμως, χρειάζονται συγκεκριμένες συνθήκες, και μια από αυτές είναι η συχνή επαφή. Πρέπει να συναντιέσαι τακτικά με τους φίλους σου, αλλιώς η παρέα διαλύεται.
Ε, μια λύση σε αυτό είναι το να καλείς τους γνωστούς σου συχνότερα, αλλά για δραστηριότητες “χαμηλής τριβής”. Για εύκολα πράγματα, δηλαδή, που δεν χρειάζονται ιδιαίτερο προγραμματισμό.
Ένας σύντομος καφές στο γειτονικό καφέ. Μια μπύρα στο διπλανό στέκι, με τις φόρμες. Η ένα περπάτημα στη γειτονιά με έναν καφέ στο χέρι - με το τελευταίο ειδικά, να είναι μια εξαιρετική αφορμή για ξελαμπικάρισμα, κάνοντας ταυτόχρονα και τις καλύτερες κουβέντες, βγάζοντας τα εσώψυχά σου με κάθε χιλιόμετρο που προσθέτεις.
Μήπως πρέπει να διαγράψουμε τα “αφερέγγυα” άτομα από τη ζωή μας;
Φυσικά, παρά την επιμονή μου για τα “χαλαρά στάνταρ”, υπάρχουν και άνθρωποι που δεν έχουν καμία σωτηρία.
Αυτοί είναι οι αφερέγγυοι άνθρωποι που ποτέ δεν κάνουν αυτό που λένε. Που κανονίζουν κάτι και το ξεχνάνε. Που υπόσχονται να είναι κάπου μια συγκεκριμένη ώρα και δεν εμφανίζονται ποτέ.
Όσον αφορά την κοινωνικοποίηση, είναι το αντίστοιχο των “τοξικών ανθρώπων”. Και επειδή η ενέργειά μας είναι περιορισμένη, δεν έχει κανένα νόημα να την σπαταλάμε σε άτομα που δεν ενδιαφέρονται.
Έτσι, οκ, είπαμε πως δεν πρέπει να είμαστε πολύ strict με τις απαιτήσεις μας. Αλλά για μερικά πράγματα πρέπει να ρίχνουμε γρήγορα την "κόκκινη κάρτα”.
Αν κάποιος αποδεικνύεται αφερέγγυος, η αν λέει “όχι” σε πέντε προσκλήσεις στη σειρά, τότε πρέπει να τον ξεγράφουμε αυτόματα από τη λίστα μας.
Είναι κάτι σαν “φυσική επιλογή” που οδηγεί σε αληθινά ευχάριστες παρέες. Και ας φάμε τον πολύτιμο μας χρόνο στους ανθρώπους που επιλέγουν να “είναι εκεί”, και να επενδύουν.
Μήπως δεν πρέπει να είμαστε ξενέρωτοι;
Κοιτάξτε, δεν ξέρω αν βγήκε καλό το άρθρο ή αν άγγιξα έστω το 10% από αυτά που είχα μέσα μου. Απλώς, αλήθεια, είμαι πολύ απογοητευμένος με τον περίγυρό μου σχετικά με αυτό το θέμα.
Επιστρέφοντας από ένα Βερολίνο στο οποίο με δυσκολία έκανα 1-2 (επιφανειακούς) φίλους μέσα στα 4 χρόνια που ήμουν εκεί, αναρωτιόμουν τι θα έβρισκα πίσω στην Ελλάδα.
Ίσως, όπως είπα, να φταίει η ηλικία μου. Ίσως να φταίνε και όλες οι αλλαγές που έχουν συμβεί στην κοινωνία, με τα TikTok και τα Insta-stories και κάθε μαλακία που μετατρέπει το μυαλό μας σε λαπά.
Αλλά, ρε ’σείς, πέραν από όλα τα στραβά τους, τα κινητά μας δίνουν και αμέτρητους τρόπους για να κρατάμε επαφή. Παρ' όλα αυτά, συνεχώς βλέπω τους ανθρώπους να χάνονται. Να απομακρύνονται. Όχι γιατί δεν συμπαθιόμαστε - αλλά απλώς επειδή, όπως το ξαναείπα, είναι κοινωνικοί μπουχέσες.
Όπως, για παράδειγμα, με τους πρώην συναδέλφους μου από Ελλάδα (Αθήνα κυρίως), που μια στο τόσο τους έστελνα μήνυμα για να δω τι κάνουν, αλλά μήνυμα από αυτούς δεν έπαιρνα σχεδόν ποτέ. Ή που πήγα στην Αθήνα και τους μάζεψα όλους για ποτά, και ξέρετε τι μου είπαν; Ότι είχαν να βρεθούν μεταξύ τους από την τελευταία φορά που ήμουν εκεί, και τους είχα ξανα-μαζέψει.
Μια από τα ίδια και με τους φίλους μου από Γιάννενα, που όποτε επισκεπτόμουν την πόλη τους ρωτούσα με ζήλια: “Λογικά θα βγαίνετε όλοι μαζί κάθε εβδομάδα, ε;”. Και αυτοί μου απαντούσαν το ίδιο με τους Αθηναίους: Πως και αυτοί είχαν να βρεθούν από την τελευταία φορά που εγώ είχα πάει στα Γιάννενα και τους είχα ξανά-μαζέψει.
Η όπως εκείνη τη μέρα που έβγαλα τη φωτογραφία στην αρχή του άρθρου, σε εκείνο το καφέ του Βερολίνου. Λίγο μετά, είχα πάει στα γραφεία της εταιρίας μου, γεμάτος όρεξη να γνωρίσω από κοντά τους (remote) συναδέλφους μου. Εκεί, πρότεινα σε αρκετούς να βγούμε μετά τη δουλειά, αλλά όλοι τους είχαν "κάτι να κάνουν". Έστειλα μήνυμα στο Slack σχεδόν σε όλη την εταιρία, ακόμη και στους λιγοστούς Έλληνες, και το μόνο που πήρα ως απάντηση ήταν μια απόλυτη σιγή ασυρμάτου.
Πέραν, όμως, από τρία άτομα (από τα 150): Έναν μισό-Γερμανό, μισό Κορεάτη. Έναν Τούρκο. Και έναν Ρώσο. Με τους οποίους πήγαμε για ποτάρες σε ένα κοντινό μπαράκι και περάσαμε τέλεια.
Και μέσα από μια ωραία στιγμή σαν εκείνη, που γεννιέται μέσα από 145 μπουχεσο-αρνήσεις, θυμάμαι το γιατί επιλέγω να κυνηγήσω τους ανθρώπους και τις παρέες και να δημιουργώ στιγμές, κόντρα στην μιζέρια που μας γεμίζει σταγόνα με σταγόνα. Στιγμές με άλλους ανθρώπους, που θα κάνουν τις μέρες μου ανάμεσα στις δουλειές και τις υποχρεώσεις να έχουν κάποιο νόημα.
Ποιό είναι λοιπόν το συμπέρασμα;
Από τη μία, ότι ζούμε ανάμεσα σε ξενέρωτους.
Κι από την άλλη, ότι είναι δικό μας χρέος να εναντιωθούμε στην μπουχεσοποίηση. Μέσα σε αυτή τη μικρή ζωή που περνάει τόσο γρήγορα, δεν πρέπει να αφήσουμε την πανδημία της ξενερωτίλας να μας καταβάλλει. Ακόμη κι αν είναι δύσκολο.
Βλέπετε, ένας στους εκατό, θα ανταποκριθεί. Και στην τελική, ίσως αυτό να είναι αρκετό.
Εγώ, στο ίδιο καφέ στο Βερολίνο, απέναντι από τρεις κατοίκους της πόλης που στέλνουν μηνύματα στους φίλους τους, αναρωτώμενοι «τι μπορεί να κάνει αυτός ο περίεργος τύπος μόνος του, κοιτώντας το κινητό του».

👉 Θέλεις περισσότερα άρθρα σαν κι αυτό;
Γράψου στην Checklist για να έρχεται ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες κατευθείαν στο email σου.