Πως να εκδώσεις το πρώτο σου βιβλίο (σύμφωνα με 3 εκδοτικούς και 1 συγγραφέα)

🤙 Σαν το newsletter... δεν έχει!
Το άρθρο αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι από την Checklist, ένα newsletter που βάζει τα πράγματα σε μια σειρά.
Για να διαβάζεις κι εσύ ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες, με θέμα την παραγωγικότητα, τη διαχείριση χρόνου, τη ζωή στο εξωτερικό και πολλά άλλα, κάνε εγγραφή εδώ:
Πριν από λίγο καιρό, σας είχα αναφέρει κάτι "για το βιβλίο που ετοίμαζα". Ε, αυτό το μυθιστόρημα, εδώ και περίπου μισό χρόνο, είναι έτοιμο - και βρίσκομαι πια στη φάση που θα πρέπει να βρω κάποιον για να το εκδώσει.
Ξέρετε, το να "γράψεις ένα βιβλίο" είναι το πιο κοινό κλισέ του "άπιαστου ονείρου": Πολλοί λένε πως θα ήθελαν να το κάνουν, υποθετικά, αλλά ελάχιστοι το καταφέρνουν. Και αυτό είναι λογικό, αφού το να γράψεις ένα βιβλίο, ένα πραγματικό βιβλίο που να στέκεται, δηλαδή, θέλει πολύ χρόνο και προσπάθεια.
Ακόμη και έτσι, οι λίγοι που τελικά το γράψουν, τη μεγαλύτερη έκπληξη πιστεύω θα τη νιώσουν ακριβώς μετά. Όταν, δηλαδή, θα έχουν τελειώσει με την αναμενόμενα δύσκολη διαδικασία της συγγραφής, και θα έρθει το επόμενο, το απρόβλεπτα άγνωστο και σκοτεινό κομμάτι: Το πως εκδίδεις το βιβλίο που έγραψες.
Όπως έχω κάνει προφανές σε αυτό το newsletter, μου αρέσει να βάζω τα πράγματα σε μια σειρά. Όταν δεν καταλαβαίνω κάτι, διαβάζω για αυτό, βρίσκω πηγές, βιβλία και tutorials, μέχρι να μάθω ακριβώς τη διαδικασία για να το αποκωδικοποιήσω.
Με το πρόβλημα της έκδοσης, όμως, βρισκόμουν στο απόλυτο σκοτάδι. Βλέπετε, οι (νέοι ή παλιότεροι) συγγραφείς που έχουν ήδη εκδώσει κάτι, δεν κάθονται να μοιραστούν online το "πως τα κατάφεραν" (ίσως ασχολούνται με το επόμενο βιβλίο τους).
Ίσως φταίει λίγο και η Ελληνική νοοτροπία, όπου όταν καταφέρνεις κάτι, θες να κρατάς ψιλο-μυστικό το "πως" από τους επόμενους (το λέω γιατί το έζησα). Και οι (αρκέτες μεν) ξένες πηγές για το θέμα, δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα των εκδόσεων.
Ούτε και από τους εκδοτικούς τους ίδιους δεν υπάρχει πολλή πληροφορία διαθέσιμη: Εντάξει, σχεδόν όλοι έχουν κάποιο email για να τους στείλεις το "χειρόγραφό" σου, αλλά η όλη διαδικασία, από την πλευρά του νέου συγγραφέα, γίνεται πραγματικά στα τυφλά.
Και, πέραν από την μικρή πιθανότητα να πάρεις εύκολα μια θετική απάντηση, το μόνο που μπορείς να περιμένεις είναι τη σιγή ασυρμάτου - ακόμη κι αν κάποιοι οίκοι υπόσχονται "πως θα σε ενημερώσουν" - χωρίς να λάβεις ποτέ το παραμικρό feedback ή "γιατί".
Έφταιγε το ύφος του έργου; Έφταιγε το μέγεθος; Ήταν πολύ ρομάντζο; Ήταν πολύ ρεαλιστικό; Δεν τους άρεσε το όνομά σου;
Με άλλα λόγια, η όλη διαδικασία είναι σαν ένα μαύρο κουτί. Ένα καλλιτεχνικό κουτί του Schrödinger όπου πετάς μέσα το έργο σου - και το χτυπάς κάθε λίγο με ένα κλαδί για να δεις αν η γάτα-βιβλίο έχει ψοφήσει ή όχι.
Οπότε, για να το συνοψίσω. Περπατώντας στον μυστήριο δρόμο για την έκδοση του πρώτου μου βιβλίο, έχω ένα μεγάλο ερώτημα:
Αν είσαι ένας νέος, πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, που δεν μένεις στην Αθήνα, δίπλα στους εκδοτικούς οίκους, και δεν έχεις γνωστούς στον χώρο, πως μπορείς να βρεις έναν εκδότη που θα βγάλει το βιβλίο σου;
Ψάχνοντας τις απαντήσεις στη 19η Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης
Τον Μάιο του 2023 (λίγες μέρες νωρίτερα, δηλαδή) πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη η 19η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου, ένα μεγάλο event που είχε μπει στον πάγο για κάποια χρόνια. Φέτος, όμως, επέστρεψε με μπόλικο περιεχόμενο και τους περισσότερους Ελληνικούς εκδοτικούς οίκους μαζεμένους.
Και για μένα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να μιλήσω από κοντά με τους ανθρώπους του βιβλίου, μήπως και κατάφερνα να απαντήσω τα ερωτήματά μου.
Οι άνθρωποι πίσω από το "μαύρο κουτί"
Κατ' αρχήν, όσον αφορά την έκθεση την ίδια, ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Μην μπερδεύεστε, δεν είναι εκείνη η γνωστή υπαίθρια "έκθεση-παζάρι" της Νέας Παραλίας, αλλά μια σοβαρή, οργανωμένη έκθεση μέσα σε τρία μεγάλα περίπτερα της ΔΕΘ.
Μπαίνοντας στην έκθεση, μπορώ να πω πως ήταν λίγο overwhelming: Με τόσο πολύ κόσμο, είναι λίγο δύσκολο να ξεκινήσεις από κάπου.
Παρόλα αυτά, με ένα τετράδιο στο χέρι (γιατί είδα πως το μικρόφωνο τους φάνηκε λίγο επιθετικό) προσέγγισα τρεις εκδοτικούς οίκους και έναν νέο συγγραφέα, μιλώντας με εφτά συνολικά ανθρώπους για τα ερωτήματά μου.
Να ξεκινήσω λέγοντας πως οι περισσότεροι από όσους μίλησα, ήταν αρκετά φιλικοί και ανοιχτοί στην συζήτηση. Και εδώ έρχεται το πρώτο μου συμπέρασμα: Πως το να βλέπεις τους πραγματικούς ανθρώπους πίσω από τους εκδοτικούς οίκους, καταφέρνει να βάλει ένα ανθρώπινο πρόσωπο στο τρομαχτικό "μαύρο κουτί" των εκδόσεων.
Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που διάβαζαν τις υποβολές μας (πολλές φορές οι ίδιοι οι εκδότες) και που συχνά μας έριχναν "άκυρα". Μιλώντας τους στην έκθεση, είδα ανθρώπους που αγαπούσαν το βιβλίο και που, όπως κι εμείς, αντιμετώπιζαν και αυτοί τα δικά τους (αόρατα σε εμάς) προβλήματα, όπως π.χ το να διαλέξουν τα σωστά βιβλία - τόσο από άποψη "καλλιτεχνική" όσο και εμπορική. Γιατί, να μην ξεχνάμε, πως και οι εκδόσεις μια επιχείρηση είναι, και μάλιστα σε έναν πολύ δύσκολο τομέα.
Ξεκίνησα τις κουβέντες μου μιλώντας με τους ανθρώπους του εκδοτικού οίκου Σμίλη. Η Σμίλη ιδρύθηκε το 1986, και εκδίδει τόσο Ελληνική, όσο και ξένη, πεζογραφία και ποίηση.
Το πρώτο πράγμα που τους ρώτησα, ήταν το αιώνιο ερώτημα "εάν οι οίκοι διαβάζουν όλα τα χειρόγραφα που λαμβάνουν":
«Ναι, τα διαβάζουμε όλα» μου είπαν, «ακόμη κι αν τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο. Σκέψου πως μπορεί να λάβουμε μέχρι και 5 χειρόγραφα τη μέρα». Τη δουλειά του "αναγνώστη" στη Σμίλη, την κάνουν οι ίδιοι οι εκδότες και οι πιο κοντινοί τους συνεργάτες.
«Συνήθως δεν μας φτάνει ο χρόνος για να προλάβουμε όλες τις υποβολές, για αυτό και μπορεί να αργήσουμε να δώσουμε μια απάντηση. Όμως, το προσπαθούμε με όλες μας τις δυνατότητες, και το κάνουμε με μεγάλο σεβασμό προς τους υποβάλλοντες».
Κάτι παρόμοιο άκουσα και από δύο άλλους οίκους, τον (μεγάλο) Καστανιώτη και τους ανθρώπους των εκδόσεων Αντίποδες. Ο Καστανιώτης έχει μια ειδική ομάδα αναγνωστών που επιτελεί το έργο του "φιλτραρίσματος", ενώ στους Αντίποδες και πάλι είναι ο ίδιος ο εκδότης, ο Κώστας Σπαθαράκης, που διαβάζει τα έργα, μαζί με την συνεργάτιδά του και υπεύθυνη marketing.
«Διαβάζουμε το κάθε έργο που λαμβάνουμε» μου λέει ο Κώστας, «και πολλές φορές, αν μας αρέσει, το δίνουμε και σε άλλους ανθρώπους που εμπιστευόμαστε, φίλους μας ή συγγραφείς που πέρασαν εκείνη τη μέρα από το γραφείο. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να βλέπω και τις δικές τους αντιδράσεις, σαν μια δεύτερη γνώμη. Λαμβάνουμε περίπου 2 βιβλία ανά μέρα. Συνήθως μαζεύουμε αρκετά, και σε συγκεκριμένες περιόδους, ας πούμε μια φορά τον μήνα, μοιράζουμε τα χειρόγραφα μεταξύ μας και τα διαβάζουμε. Σίγουρα, όμως, είναι μια δουλειά που απαιτεί χρόνο. Γι' αυτό και κάποιες φορές μπορεί να αργήσουμε να απαντήσουμε».
Τα “μυστικά” του επαγγέλματος;
Κάπου εκεί, έκανα ένα βήμα πίσω, γυρίζοντας σε μια βασική ερώτηση: «Αλήθεια, ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος για έναν νέο, άγνωστο συγγραφέα να σας στείλει το χειρόγραφό του;»
Όλοι τους μου είπαν για τον προφανή τρόπο που αναφέρεται στο site του κάθε οίκου. Μέσω του τυπικού καναλιού υποβολής που έχουν, δηλαδή.
Προφανώς, τόσο "εύκολες" απαντήσεις μου προκαλούν καχυποψία. Μήπως υπάρχει κάποιο κρυμμένο μυστικό; Κάποιος καλύτερος τρόπος ή shortcut που ανεβάζει τις πιθανότητες να διαβαστεί το χειρόγραφο με περισσότερη προσοχή;
«Μα, είναι δυνατόν να "ακυρώσει" κάποιος ένα καλό βιβλίο που διάβασε, επειδή στη στοίβα έχει και το βιβλίο ενός γνωστού του;» με ρωτάει με νόημα ο διευθυντής πωλήσεων του Καστανιώτη. «Θέλω να πω, δεν έχει κάτι να κερδίσει από αυτό. Εάν το βιβλίο είναι καλό, με βάση την υποκειμενική κρίση του αναγνώστη και ταιριάζει με το ύφος του οίκου, τότε θα το κοιτάξουμε με προσοχή».
Σαν παράδειγμα, μου δείχνει ένα βιβλίο, στην καλύτερη μπροστινή γωνία του περιπτέρου του οίκου. «Εκεί έχουμε μια ποιητική συλλογή μιας πρωτοεμφανιζόμενης δημιουργού, και νεαρής σε ηλικία, που εκδόθηκε πρόσφατα. Το μόνο που χρειάστηκε, ήταν να μας αρέσει το έργο της. Καμία γνωριμία ή οτιδήποτε...»
Οι άνθρωποι της Σμίλη, από την άλλη, όταν τους ρώτησα για τη σημασία των γνωριμιών στον χώρο, μου έδωσαν μια απάντηση που εμπιστεύτηκα λίγο περισσότερο: «Σίγουρα το να μας φέρει το χειρόγραφό σου ένας συγγραφέας ή άνθρωπος του χώρου που ήδη εμπιστευόμαστε, ίσως μας τραβήξει την προσοχή λίγο παραπάνω. Όπως, επίσης, μπορεί να μετρήσει και ο κύκλος σου. Ένα βιβλίο είναι κάτι που κυκλοφοράει "στόμα με στόμα", και το να είσαι μέρος ενός συγγραφικού κύκλου, μπορεί να το βοηθήσει πολύ και μετά την έκδοσή του».
Με τον Κώστα, από τους Αντίποδες, συνεχίσαμε στο τι ακριβώς ψάχνει να βρει ο εκδότης σε ένα χειρόγραφο. «Το πιστεύεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που υποβάλλουν ένα βιβλίο χωρίς να διαβάζουν καν οι ίδιοι;» με ρώτησε. «Προσωπικά, πιστεύω ότι ένας συγγραφέας πρέπει να έχει "διαβάσει". Θέλω τουλάχιστον να μπορώ να καταλάβω τις αναφορές που έχει ο άνθρωπος που μας υποβάλλει. Θέλω να καταλάβω από που ξεκινάει και τι προσπαθεί να πει. Πάντως, γενικά, δεν μου είναι δύσκολο να καταλάβω το πότε ένα βιβλίο δεν ταιριάζει με τον δικό μας οίκο. Εάν ταιριάζει, όμως, ακόμη και το να μην είναι "τέλειο", δεν αποτελεί εμπόδιο. Εφόσον ενδιαφερθούμε, θα συζητήσουμε για όλα αυτά με τον συγγραφέα και θα βρούμε έναν τρόπο να τα βελτιώσουμε».
«Είναι σημαντικό, πάντως» μου λένε οι εκδόσεις Σμίλη, «ένα έργο που λαμβάνουμε να έχει την κατάλληλη δομή. Σίγουρα λαμβάνουμε πολλές υποβολές από νέους δημιουργούς όπου η αναμενόμενη δομή τους λείπει».
Το ποιά ακριβώς πρέπει να είναι αυτή η δομή, όπως καταλαβαίνετε, μπορεί να θεωρηθεί υποκειμενικό - όπως υποκειμενικά παραμένουν και άλλα κομμάτια της διαδικασίας.
Όλοι μας έχουμε ακούσει για τις ιστορίες μεγάλων συγγραφέων, που έπρεπε να απορριφθούν από εκατό εκδότες, μέχρι να βρεθεί ο ένας που θα πιστέψει σε αυτούς. Το ερώτημα είναι, μέχρι να γίνει αυτό, πως μπορεί να καταλάβει ο συγγραφέας το τι "άρεσε", τι "όχι" και τι οδήγησε στην πιθανή απόρριψη;
Το (μεγάλο) ερώτημα του feedback
Για αυτό το θέμα, δεν πήρα καλή απάντηση από κανέναν. Ίσως, μονάχα, το ότι οι υποψήφιοι θα μπορούσαν να απευθυνθούν σε άλλους συγγραφείς για να διαβάσουν τα έργα τους.
Οι εκδοτικοί οίκοι, με τον μεγάλο όγκο υποβολών που λαμβάνουν, δεν φαίνεται να έχουν τον χρόνο (και τη διάθεση) για να δίνουν feedback. Ούτε φάνηκαν να γνωρίζουν την ύπαρξη ανθρώπων που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά για έναν πρωτοεμφανιζόμενο, όπως πχ. οι επαγγελματίες editors και οι book agents της Αμερικής. Τέτοια πράγματα στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να υπάρχουν.
Κάποιος που ίσως θα μπορούσε να απαντήσει καλύτερα σε αυτό, θα ήταν ο Πάνος Παπαπαναγιώτου, νέος συγγραφέας (και εκδοτικά αλλά και ηλικιακά - αφού είναι 37 χρονών) από τη Θεσσαλονίκη. Έχει ήδη εκδώσει μια ποιητική συλλογή, και μια συλλογή μικρών ιστοριών. Τον συνάντησα στο περίπτερο των εκδόσεων Ιωλκός και πιάσαμε μια πολύ ευχάριστη μισάωρη κουβέντα.
«Αν και κάνω μια εντελώς διαφορετική δουλειά» μου είπε, «πάντοτε έγραφα με κάποιον τρόπο. Είτε σε blog που είχα παλαιότερα, αν και με ψευδώνυμο, είτε μέσα από μια μπάντα που έγραφα τραγούδια, είτε από ένα περιοδικό που είχα συνεργαστεί. Τελικά, κατέληξα να πάρω μέρος σε ένα μεταπτυχιακό δημιουργικής γραφής, μέσα από το οποίο γνώρισα πολλούς ανθρώπους σαν κι εμένα, που έγραφαν και αυτοί, και γίναν φίλοι μου. Αυτοί με βοήθησαν διαβάζοντας τα δικά μου έργα και δίνοντάς μου feedback, μέχρι που αποφάσισα να προσπαθήσω να εκδώσω κάτι, ξεκινώντας πρώτα από λογοτεχνικούς διαγωνισμούς».
Ίσως, τελικά, αυτός να είναι ο μόνος λογικός τρόπος για να πάρει κανείς γνώμες για τα κείμενά του. Και μιλάω για γνώμες που, μέχρι έναν βαθμό, μπορεί να εμπιστευτεί. Όπως νωρίτερα που ο Κώστας από τους Αντίποδες μου μίλησε για "συγγραφείς που δεν διαβάζουν", αναρωτιέμαι αν και το "συγγραφείς χωρίς φίλους συγγραφείς" αποτελεί ένα άλλο παράδοξο.
Ρώτησα τον Πάνο πόσο δύσκολο ήταν να εκδοθεί το πρώτο του βιβλίο. «Οι πρώτες προσεγγίσεις που έκανα σε εκδοτικούς οίκους έμειναν αναπάντητες» μου εξήγησε, «αλλά στο τέλος βρήκα τις εκδόσεις Ιωλκός που με δέχτηκαν. Το πιο δύσκολο στην έκδοση, πάντως, είναι το να πάρεις την απόφαση να εκτεθείς».
«Και τελικά» τον ρώτησα, «πως νιώθεις;»
«Κοίτα, η έκδοση του πρώτου μου βιβλίου ήταν κάτι πραγματικά έντονο. Το χάρηκα πολύ αλλά και το "έτρεξα", οργανώνοντας αρκετές παρουσιάσεις. Το δεύτερο, από την άλλη, εκδόθηκε λίγο πριν ξεκινήσει ο covid, οπότε καταλαβαίνεις πως δεν το έζησα με τον ίδιο τρόπο».
Αυτή η αντίθεση, με έβαλε σε σκέψεις: «Τι πιστεύεις πως είναι τελικά "επιτυχία" για έναν νέο συγγραφέα;» τον ρώτησα. «Είναι το να πουλήσει συγκεκριμένο αριθμό βιβλίων; Είναι το να γίνει γνωστός; Το να πάρει καλές κριτικές;»
«Εξαρτάται τον άνθρωπο» μου λέει. «Για κάποιους είναι το να γίνουν διάσημοι. Κάποιοι θέλουν να πουλήσουν πολύ. Όχι πως εγώ, ή εσύ, δεν θα θέλαμε, έτσι;» είπε και γέλασε. «Για μένα, όμως, ειλικρινά, σαν μεγαλύτερη επιτυχία νιώθω απλώς το ότι κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο. Και σήμερα, μετά από όλα αυτά, είμαι πολύ πιο χαλαρός. Μην μπερδεύεσαι, θα έχω το ίδιο ή και περισσότερο άγχος για το επόμενο. Απλώς σήμερα είμαι συνειδητοποιημένος και ξέρω πως μου αρκεί να γράφω και να υπάρχουν κάποιοι λίγοι άνθρωποι που θα διαβάζουν αυτά που γράφω».
Για το ίδιο θέμα ρώτησα και τους εκδοτικούς οίκους.
«Με τι νούμερο πωλήσεων, ας πούμε» ρώτησα τις εκδόσεις Σμίλη, «θα θεωρούνταν πως το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα πήγε καλά; Χίλια αντίτυπα; Δύο χιλιάδες;»
«Χίλια θα ήταν ένα από τα καλά νούμερα» μου είπαν χαμογελώντας.
«Το τι σημαίνει "επιτυχία"» μου είπαν οι Αντίποδες, «εξαρτάται από το κάθε βιβλίο και το που απευθύνεται. Φαντάσου πως έχω διαβάσει χειρόγραφα που μου άρεσαν πολύ και θα ήθελα να τα εκδώσω, αλλά ήταν τόσο "πειραματικά" σε ύφος, που θα απευθύνονταν σε υπερβολικά μικρό κοινό. Εμείς, όμως, ως οίκος, θέλουμε τα βιβλία μας να μπορούν να κάνουν και πωλήσεις. Να μην περιορίζονται σε εξαιρετικά μικρό κοινό. Εξάλλου, πιστεύω πως η πεζογραφία πιστεύω πως πρέπει να απευθύνεται στον ευρύ κόσμο».
Και σύμφωνα με τον Καστανιώτη: «Επιτυχία, αρχικά, είναι να βγάλει το βιβλίο τα λεφτά του» μου λέει ο διευθυντής πωλήσεων γελώντας. «Εμείς, πάντως, σαν οίκος, προσπαθούμε να το κάνουμε εύκολο, δίνοντας βάση στο να εξηγήσουμε καλά στα βιβλιοπωλεία το "τι είναι" το κάθε βιβλίο και σε ποιον απευθύνεται. Γιατί ένα βιβλιοπωλείο που ξέρει να προτείνει βιβλία, είναι ο καλύτερος τρόπος για να φέρεις το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα στα χέρια του αναγνώστη. Εάν, όμως, ο ίδιος ο βιβλιοπώλης δεν γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, τότε κάνεις δύσκολη τη δουλειά του».
Ρώτησα, ακόμη, τι άλλο κάνει ένας εκδοτικός οίκος για να προωθήσει το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα, πέραν από την τοποθέτηση στα ράφια: «Μετά από τα βιβλιοπωλεία, σε μεγάλο βαθμό είναι στο χέρι του ίδιου του συγγραφέα να το προωθήσει» μου λένε οι εκδόσεις Σμίλη. «Και πολλές φορές, το πως και το πότε θα γίνει επιτυχία ένα βιβλίο, είναι και θέμα "τύχης". Είναι πολύ δύσκολο να το προσδιορίσεις εκ των προτέρων».
Η παράξενη ισορροπία της τύχης
Όπως καταλαβαίνετε, τέτοιες προσεγγίσεις "της τύχης" πηγαίνουν κόντρα στον δικό μου τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Για παράδειγμα, στον χώρο των mobile games, όπου εργάζομαι, "μετράμε" τα πάντα με analytics και έτσι καθορίζουμε το marketing. Αυτό είναι ένα βασικό εργαλείο για να καταφέρουμε να αποκτήσουμε εκατομμύρια χρήστες στα προϊόντα μας.
Γιατί το βιβλίο να είναι τόσο θέμα "τύχης", όμως;
Προσωπικά, νιώθω πως μπορεί να υπάρξει μια πιο τεχνική διαδικασία για να προωθηθεί ένα καινούργιο βιβλίο, αλλά μέσα από τις κουβέντες μου με τους ανθρώπους του χώρου, δεν κατάφερα να ακούσω κάτι σχετικό. Ίσως να φταίει το μέγεθος της αγοράς, ίσως το ίδιο το focus των οίκων να είναι αλλού, ή ίσως απλώς να μην έχουν επενδύσει πολύ σε αυτό (οι περισσότεροι από τους εκδοτικούς, εξάλλου, δεν είναι corporate μεγαθήρια).
Απ' ότι φαινόταν, λοιπόν, η λέξη "τύχη" επέμενε να βρίσκεται μπροστά μου. Κι ακόμη κι αν οι κουβέντες με τους ανθρώπους του χώρου φώτισαν κάπως το "μαύρο κουτί" των εκδόσεων, στην πραγματικότητα μπορούσα ακόμη να δω τη σκιά του να στέκεται πάνω από τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει ένας νέος συγγραφέας.
Φεύγοντας από τον κεντρικό χώρο της έκθεσης σκεφτόμουν τα όσα είχα ακούσει:
- Πως δεν υπήρχε κάποιος "κρυφός" τρόπος για να υποβάλεις το χειρόγραφο, πέραν από αυτόν που σου ζητάει ο εκδοτικός στο site του.
- Πως οι εκδοτικοί διαβάζουν την κάθε υποβολή - και πως (εξαιρουμένων των πολύ μεγάλων οίκων) πολύ συχνά τις διαβάζουν οι ίδιοι οι εκδότες.
- Πως τελικά, αυτό που έλεγαν οι "κρυψίνοες" συγγραφείς, πως «το σημαντικό είναι το να αρέσει το έργο σου στον εκδότη» ακόμη κι αν του είσαι παντελώς άγνωστος, είναι και αυτό που λένε οι ίδιοι οι εκδότες.
- Και πως πολλά πράγματα για τα οποία έψαχνα κάποια πιο συγκεκριμένη απάντηση, τελικά δεν έχουν.
Εκεί, λίγο πριν βγω από το περίπτερο της ΔΕΘ, πέτυχα ένα ζωντανό πάνελ με αρκετό κόσμο μαζεμένο.
Κάθισα στην άκρη για να ακούσω. Ήταν ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας από το Μεταίχμιο. Είχε βγάλει ένα βιβλίο που το είχα ήδη δει, ως όνομα, στα ευπώλητα αλλά και σε μια βραχέα λίστα των βραβείων του Αναγνώστη.
Ο συγγραφέας, στην ηλικία μου πάνω-κάτω, ρωτήθηκε για το πως τα κατάφερε να εκδοθεί.
Τότε τον λόγο ζήτησε η υπεύθυνη εκδόσεων. «Όταν πήρα το χειρόγραφο στα χέρια μου» είπε, «το διάβασα μονοκοπανιά. Και την επόμενη μέρα το έδωσα στον εκδότη μας να το διαβάσει και αυτός». Ο εκδότης, που επίσης καθόταν στο κοινό, το επιβεβαίωσε και μίλησε με παρόμοια λόγια θαυμασμού.
«Και μια άλλη αστεία ιστορία» συνέχισε η υπεύθυνη εκδόσεων. «Όταν περίμενα για πρώτη φορά τον Άρη (το όνομα του συγγραφέα) για το ραντεβού μας, τον είδα να περιμένει στο γραφείο μου και του είπα “συγνώμη, αλλά έχω ραντεβού με κάποιον άλλον”. Βλέπετε, διαβάζοντας τόσα χρόνια τα κείμενά του στις εφημερίδες όπου αρθρογραφεί, τον φανταζόμουν μεγαλύτερο».
Το κοινό γελούσε με αυτό που άκουσε, αλλά εγώ σκεφτόμουν αυτό που θα σκεφτόταν ο οποιοσδήποτε κακεντρεχής επίδοξος συγγραφέας: Ότι σίγουρα βοηθάει το να είσαι ήδη κομμάτι του ευρύτερου χώρου, το να μένεις στην Αθήνα, δίπλα σε όλους τους εκδοτικούς, και να τυχαίνει να διαβάζει τα άρθρα σου στην Καθημερινή η επιμελήτρια ενός μεγάλου οίκου.
Αυτό ακριβώς σκεφτόταν το κομμάτι του εαυτού μου που ψάχνει θεωρίες συνωμοσίας, και που θέλει να πιστεύει πως το να εκδοθείς χρειάζεται γνωριμίες και κολπάκια.
Από την άλλη, όμως, μπορούσα να το δω και ανάποδα. Πως, στην προκειμένη περίπτωση, το Μεταίχμιο είχε εκδώσει το βιβλίο ακριβώς του σωστού ατόμου: Αυτού που επέλεξε και τόλμησε να πάει στην Αθήνα, στο επίκεντρο των Ελληνικών εκδόσεων, να δουλέψει για χρόνια στον χώρο αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και να το κάνει αρκετά καλά ώστε να τον διαβάζουν οι άνθρωποι των βιβλίων.
Και φυσικά, που έγραψε ένα βιβλίο και τόλμησε να κυνηγήσει το “άπιαστο όνειρο” της έκδοσης, ακόμη κι αν ο δρόμος του δεν έχει χάρτη και τα περισσότερά του κομμάτια μοιάζουν με ένα μαύρο κουτί.
Να σας πω κάτι; Για μια φορά, λέω να αφήσω κι εγώ στην άκρη τους αλγορίθμους, και να πιστέψω τον απλό τρόπο που μου εξήγησαν όλοι όσοι μίλησαν μαζί μου: Πως τα πράγματα είναι απλά - και πως το μόνο που χρειάζεται είναι να γράψεις ένα καλό βιβλίο και να τους το στείλεις. Μαζί και με λίγη τύχη, φυσικά.
Πριν βγω από την έκθεση, γύρισα μέχρι το περίπτερο του Μεταίχμιου (που έχει ήδη απορρίψει το δικό μου βιβλίο με βάση την περίληψή του - και καλά έκαναν, αφού η version της περίληψης που τους είχα στείλει πράγματι δεν ήταν καλή) και αγόρασα το βιβλίο του Άρη, για να διαβάσω το έργο ενός ανθρώπου της δικής μου γενιάς, που έκανε όλα τα σωστά βήματα για να καταφέρει όλα όσα αυτό το άρθρο προσπαθεί να απαντήσει.

👉 Θέλεις περισσότερα άρθρα σαν κι αυτό;
Γράψου στην Checklist για να έρχεται ένα νέο άρθρο κάθε δύο εβδομάδες κατευθείαν στο email σου.